Δημήτρης Δημητριάδης
Ο πόνος ως πόλη
Ο πόνος είναι ιδιωτικό γεγονός δημόσιου διαμετρήματος.
Όταν ο πόνος αποκτήσει διάσταση πρωτεύοντος δημόσιου γεγονότος, με την έννοια της θεσμοθέτησής του ως παράγωγου συλλογικών συμπεριφορών, όταν ο πόνος αντικαταστήσει την πόλη και γίνει πόλη αυτός, όταν η πολιτική γίνει πονετική, όταν όλα θα κρίνονται με αφετηρία τη φύση και την ουσία του πόνου, όταν ο πόνος αποτελέσει το θεμέλιο κάθε ανθρώπινης συναναστροφής, τότε θ' αρχίσει η πραγματική και μόνη αληθινή απογείωση διότι θα έχει προηγηθεί η αληθινή προσγείωση· κι αυτή η απογείωση, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει τη γείωσή της, θα είναι πολύτροπη, αλλά με προεξάρχουσα την καλλιτεχνική έκφραση. Τότε η τέχνη δεν θα είναι παράλληλη ή δευτερεύουσα ως προς τη θέση της μέσα στην πόλη, αφού η πόλη που θα είναι πόνη, θα έχει αυτά τα δύο ως θεμελιώδεις άξονές της, τον πόνο και την τέχνη.
Κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα είναι ένα τέτοιο ανθρώπινο μόρφωμα, πώς και τι θα γίνεται με το χρήμα, τη διατροφή, την εργασία, την παραγωγή, τις συγκοινωνίες, την παιδεία, την υγεία· αρκεί όμως να τοποθετήσει πίσω από όλα αυτά ως προϋπόθεση τη λειτουργία του πόνου ως αφετηριακού τρόπου αξιολόγησης των πάντων, και τότε θα εμφανιστεί εκείνο που έλειπε μέχρι τώρα, και που η έλλειψή του ήταν και είναι η αιτία των περισσότερων δημόσιων και ιδιωτικών δεινών: η υποτίμηση, αλλά και η διαστρέβλωση από την υποτίμηση αυτή, μιας ανθρώπινης συντεταγμένης που συνιστά το ίδιον του ανθρώπου, τον ίδιο τον άνθρωπο και που, μολονότι κανείς δεν μπορεί να το εξαλείψει από την ανθρώπινη κατάσταση, εντούτοις, για λόγους εθελοτυφλίας και δειλίας, κερδοσκοπίας και ψευδολογίας, δεν βρήκε την καθαρή και κυρίαρχη θέση του στη διαμόρφωση της ανθρώπινης ιστορίας.
Το ίδιον του ανθρώπου είναι αυτό που ο άνθρωπος φοβάται στον άνθρωπο, στον άλλον άνθρωπο και στον εαυτό του.
Αυτός ο φόβος καταστρατηγεί το σύνολο της ανθρώπινης συνύπαρξης και στη θέση του συν έχει βάλει ένα πλην.
Ο πόνος επαναφέρει τον άνθρωπο σ' αυτό που φοβάται και τον αναγκάζει να το υποστεί. Αν ο πόνος αυτός είναι διαρκής και πρωταρχικός, τότε εκείνο που φοβάται ο άνθρωπος στον εαυτό του και στον άλλον μετατρέπεται σε ανάγκη του εαυτού του και του άλλου.
Aς υποθέσουμε ότι αυτή η πόλη που είναι ο πόνος ως πόλη, ας υποθέσουμε ότι υπάρχει, ότι έχει ήδη ιδρυθεί και λειτουργεί, και ότι είμαστε μέσα της. Η μοναδική γείωση που είναι αυτός ο πόνος, συνιστά τα θεμέλια αυτής της πόλης, σαν να έχει δημιουργηθεί ειδικά γι’ αυτήν ένα νέο έδαφος πάνω στο οποίο έχει βρει τη θέση της. Αλλά και το ίδιο το ρυμοτομικό της σύστημα είναι δομημένο με τα υλικά του πόνου. Έχουμε δηλαδή μια πλήρη κατασκευή μέσα στην οποία η ανθρώπινη συμβίωση διέπεται από τους κανόνες της συνεχούς προειδοποίησης μιας κεντρικής συνισταμένης: ο άνθρωπος είναι μια ακατάπαυστη ανάγκη η οποία δεν επιτρέπει καμιά παρέκκλιση από την ανεύρεση μιας ικανοποίησης που δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτήν τίποτε άλλο παρά μόνον ένας άλλος άνθρωπος, ο οποίος με τη σειρά του είναι στην ίδια θέση με εκείνον που ζητάει απ’ αυτόν να ικανοποιηθεί η ανάγκη του.
Για να συμβεί αυτό, πρέπει η ανάγκη αυτή να είναι μέγιστη και ανεξάντλητη. Ο πόνος είναι ο τροφοδότης αυτής της ανάγκης. Κανένα άλλο κίνητρο δεν λειτουργεί σε διαπροσωπικό επίπεδο απ’ αυτήν την εκ πόνου ανάγκη που ζητά από τον άλλον να ανταποκριθεί. Και επειδή αυτή η εκ πόνου ανάγκη είναι αμοιβαία και συλλογική, κάθε βασική ανθρώπινη σχέση καθορίζεται από αυτό τον αρχικό παράγοντα.
[Απόσπασμα από ομιλία του Δημήτρη Δημητριάδη(16.04.2010), δημοσιευμένη ολόκληρη στο Εντευκτήριο, τ. 92: «Ο πόνος ως πόλη»]
[Απόσπασμα από ομιλία του Δημήτρη Δημητριάδη(16.04.2010), δημοσιευμένη ολόκληρη στο Εντευκτήριο, τ. 92: «Ο πόνος ως πόλη»]
2 comments:
Ναι !
δΗΜΗΤΡΗ το αναδημοσιευσα με αναφορά στο Μπλογκ σου ως πηγη .. Εξαιρετικό..
Post a Comment