Monday, 2 February 2015

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ: Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ

του Γιώργου Λιερού



















Η τραγωδία στην ευρωζώνη σήμερα, είναι η αίσθηση παραίτησης που επικρατεί, όπου τα κατεστημένα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς αφήνουν την Ευρώπη να κυλήσει σ’ έναν οικονομικό «πυρηνικό χειμώνα». Κατά μία έννοια είναι τραγικό, αλλά μόνο κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορούν να στηρίξουν αξιόλογες στρατηγικές, όπως αναδιοργάνωση του χρέους.
Η άνοδος των Podemos, δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εναλλακτική στρατηγική. Αν δεν αλλάξουν θέσεις τα καθιερωμένα κόμματα, θα δημιουργηθεί μεγάλο κενό για να καλύψουν οι Podemos και ΣΥΡΙΖΑ.
-Financial Times, Wolfgang Munchau 29/11/2014

Κυριακή βράδυ 25 Ιανουαρίου, κέντρο Αθήνας. Χιλιάδες άνθρωποι γιορτάζουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. 18 Οκτωβρίου 1981, 34 χρόνια πριν, εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ: πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν ξεχυθεί στους δρόμους. Σε κάθε πόλη, σε ολόκληρη τη χώρα, όχι μόνο οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ αλλά όλη η αριστερά, ακόμα και οι αυτόνομοι και αντιεξουσιαστές, θα γιορτάσουν μέχρι το πρωί. Η κυβερνητική αλλαγή του 1981, το κορύφωμα μιας πλούσιας πολιτικής ζωής, ερχόταν στη συνέχεια των κινημάτων της μεταπολίτευσης, του φοιτητικού, του εργατικού και επίσης εκείνου του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Το ΠΑΣΟΚ τότε δεν ήταν εκείνο του Σημίτη, του Γ. Παπανδρέου και του Βενιζέλου. Ενώ διαρκούσε ακόμη ο ψυχρός πόλεμος, πρέσβευε την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ. Διαχωριζόταν ρητά από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, υποστήριζε την αυτοδιαχείριση, τους αγροτοβιομηχανικούς συνεταιρισμούς, τα «συμβούλια», απολάμβανε μεγάλο κύρος μεταξύ των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων όλου του κόσμου. Στους κόλπους του συζητιόταν ο ένοπλος αγώνας, η συνταγματική κατοχύρωση του σοσιαλιστικού προσανατολισμού κ.ά. Μέχρι το 1989 ο ριζοσπαστισμός του ΠΑΣΟΚ, της αριστεράς που για πρώτη φορά ανέλαβε στη χώρα την κυβερνητική εξουσία, είχε εξαντληθεί.

Ποιο ήταν το πραγματικό επίδικο στο εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ όπως και σε εκείνο που ανέλαβε την ίδια εποχή η Ενωμένη Αριστερά (Σοσιαλιστικό Κόμμα, ΚΚΓ) στη Γαλλία; Επρόκειτο για μια τελευταία απόπειρα ανανέωσης-διάσωσης του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, μεσούσης της νεοφιλελεύθερης επίθεσης και ενώ είχε δρομολογηθεί η παγκοσμιοποίηση και οι ρωγμές από τη μία των σοσιαλιστικών καθεστώτων και από την άλλη των μαζικών κομμάτων, των συνδικάτων και του κράτους πρόνοιας –δηλαδή των στυλοβατών του μεταπολεμικού κόσμου– πολλαπλασιάζονταν και βάθαιναν με αυξανόμενη ταχύτητα. Μια ολόκληρη εποχή  έφευγε. Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα και στη Γαλλία με τη ριζοσπαστικοποίηση του προγραμματικού λόγου, προσπαθούσαν να διασώσουν το σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο υπερβαίνοντάς το.

Τα εγχειρήματα αυτά απέτυχαν. Στην Ελλάδα, υπό την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ, θα επιβίωνε για μερικές δεκαετίες ένας συνασπισμός συμφερόντων και κοινωνικών ομάδων (πολιτικά πελατειακά δίκτυα, κρατικοδίαιτη ολιγαρχία του πλούτου, ΜΜΕ, συνδικαλιστική γραφειοκρατία κ.ά.) αξιοποιώντας τις προσφερόμενες ευκαιρίες στα διάκενα του νεοφιλελεύθερου κόσμου (δανεισμός, ευρωπαϊκά κονδύλια κ.ά.). Το εξαιρετικά ασταθές αυτό οικοδόμημα, κατέρρευσε με βίαιο τρόπο μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Εντωμεταξύ, είχε ακυρώσει κάθε δυνατότητα που θα επέτρεπε στην οικονομία της χώρας να είναι στοιχειωδώς βιώσιμη στο νέο περιβάλλον. Και δεν ήταν μόνο η υπερχρέωση. Η είσοδος στην ευρωζώνη ήταν εντελώς αναντίστοιχη με τον παραγωγικό δυναμισμό της χώρας. Σημειώθηκε πλήρης αποτυχία στη διάσωση του παραγωγικού ιστού στον δευτερογενή αλλά και στον πρωτογενή τομέα. Στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχαμε κάτι σαν την άνθιση της Καταλονίας ή της Τρίτης Ιταλίας (οικονομικά γεγονότα που εν μέρει οφείλονται στην αριστερά και τα κινήματα), αν και βέβαια ως χώρα δεν είχαμε ποτέ τη βιομηχανική ή την αστική παράδοση της Καταλονίας και της Ιταλίας.

Στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας, η εναλλακτική απάντηση σ’ εκείνη που δόθηκε στην Ελλάδα και στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν ο σοσιαλφιλελευθερισμός που ξεκίνησε με τους Νέους Εργατικούς του Τόνι Μπλαίρ και τον «Τρίτο Δρόμο» και επρόκειτο να επικρατήσει πλήρως τις επόμενες δεκαετίες ακόμα και μεταξύ των ελπιδοφόρων κάποτε κομμάτων των πρασίνων. Όμως ο πολύ πιο ρεαλιστικός σοσιαλφιλελευθερισμός, εξόκειλε τείνοντας να ταυτιστεί με τη νεοφιλελεύθερη δεξιά και προκαλώντας έτσι σήμερα μια επικίνδυνη δομική ανισορροπία στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Στην Ευρωπαϊκή ένωση σήμερα εκδηλώνονται φυγόκεντρες τάσης κάθε είδους, βαθαίνει η αντίθεση Βορρά-Νότου, οξύνεται η σύγκρουση ανάμεσα σε «εθνικές» οικονομίες, επιταχύνεται η κατά τμήματα διάλυση του κοινωνικού ιστού ενώ είναι φανερή η αδυναμία διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων. Η οικονομική ύφεση, η στασιμότητα, η υπερχρέωση κ.α. αντιστοιχούν στις αυξανόμενες αδυναμίες της ευρωπαϊκής «αγοράς», η οποία όπως κάθε αγορά είναι δημόσιος θεσμός και ως εκ τούτου, κατασκευάζεται πολιτικά. Βέβαια, η ενσωμάτωση των «εθνικών» οικονομιών σε μια ευρωπαϊκή οικονομία, δεν μπορεί να είναι πλήρης και χωρίς υπόλοιπα ώστε να δώσει έναν ομοιογενή χώρο. Οι εθνικές/εθνοτικές ιεραρχίες, η εξάρθρωση ή καλύτερα η ανηλεής κατάτμηση σε ζώνες, αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Όμως ο ανασυνδιασμός των ζωνών αυτών και των κάθε λογής θραυσμάτων, είναι ένα πολύ κρίσιμο ηγεμονικό εγχείρημα και η απουσία ενός φορέα ικανού να το αναλάβει, αποτελεί ένα πραγματικό συστημικό κίνδυνο για την (καπιταλιστική) Ευρώπη.

Εντωμεταξύ στην Ελλάδα, η άνοδος της αριστεράς στην εξουσία (του ΣΥΡΙΖΑ) ήταν η μόνη δυνατή απάντηση της κοινωνίας με δεδομένη τη διπλή αποτυχία των κινημάτων των τελευταίων χρόνων: απέτυχαν εν πολλοίς να κερδίσουν πολιτικές νίκες απέναντι στο κράτος, απέτυχαν να βαθύνουν το κοινωνικό τους περιεχόμενο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι επρόκειτο για κοινωνικό-πολιτικά κινήματα, με το βάρος να πέφτει σχεδόν μονομερώς στο πολιτικό στοιχείο. Σήμερα η ελληνική ενδογενής δυναμική, συμπίπτει με την αυξανόμενη κατανόηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των σοβαρών κινδύνων που συνεπάγεται η απουσία ευρωπαϊκής εναλλακτικής στρατηγικής η οποία να αφορά το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης˙ κινδύνων που επισημαίνει γλαφυρά και μαζί σε δραματικούς τόνους ο Wolfgang Munchau στους Financial Times. Αυτή ακριβώς η σύμπτωση, είναι «η ευρωπαϊκή ώρα της Ελλάδας», για την οποία μιλάει ο Αντώνης Λιάκος. Η μεγάλη ευκαιρία του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και ο χειρότερος κίνδυνος εάν δεν τον ευνοήσει η συγκυρία), είναι η δυνατότητα του να αναστρέψει τις διαδικασίες οικοδόμησης της λεγόμενης «γερμανικής Ευρώπης» και να δρομολογήσει τη συγκρότηση εναλλακτικών ηγεμονικών συνασπισμών γύρω από ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» στη θέση του παλιού σοσιαλδημοκρατικού, ο καιρός του οποίου έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο», πρωτοδιατυπώθηκε στη Λατινική Αμερική μέσα από τη σχέση των κυβερνήσεων της αριστεράς με τα κοινωνικά κινήματα. Μια επόμενη φάση, ήταν η προεδρία Ομπάμα με όλη της την αντιφατικότητα και τώρα ήρθε η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ και του Podemos.

Και ποιά θέση έχει σ’ αυτό το εγχείρημα ο σοσιαλισμός, η γενικευμένη αυτοδιαχείριση, η άμεση δημοκρατία κ.α.; Την δεκαετία του ’80, η συζήτηση για το «κοινωνικό συμβόλαιο» διεξαγόταν ακόμη μέσα στον νοητικό ορίζοντα της σοσιαλιστικής προοπτικής, με αποτέλεσμα οι πράξεις να μαλλιοτραβιούνται με τα λόγια. Σήμερα, ο τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας από τη ριζοσπαστική διανόηση, είναι πολύ πιο πλουραλιστικός και εναντίον της δικτατορίας «είτε της αγοράς, είτε του κράτους, είτε των άμεσων παραγωγών» (Λακλάου) . Μια μεικτή οικονομία, φαίνεται να είναι αποδεκτή σχεδόν απ’ όλους τους διανοούμενους της αριστεράς. Μερικοί μας καλούν να πάψουμε να βλέπουμε την κοινωνία κεφαλαιο-κεντρικά, ενώ άλλοι (π.χ. ο Ντε Άντζελις), μας διαβεβαιώνουν ότι ο καπιταλισμός δεν υπάρχει. Ο σημερινός νοητικός ορίζοντας, διέπεται από τις κατηγορίες του εκδημοκρατισμού και της διαφοράς και τα τρέχοντα προτάγματα, είναι αυτά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στρέφονται εναντίον του ρατσισμού , του αντισημιτισμού, του αποκλεισμού κ.τ.λ. Εδώ και τρεις-τέσσερις δεκαετίες, πολλοί διανοούμενοι έχουν επεξεργαστεί τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία με τα οποία το δίκτυο εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοεί μ’ ένα λίγο-πολύ διαυγή τρόπο αυτό που κάνει. Εν πολλοίς, οι ίδιοι διανοούμενοι (Λακλάου, Μουφ, Ζίζεκ, Χαρντ, Νέγκρι κ.α.) έχουν αναγνωρίσει πόσο σημαντική είναι για τα κινήματα η κυβερνώσα αριστερά. Τα κοινωνικά κινήματα μπορούν να πειραματίζονται με την άμεση δημοκρατία και την αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία στις «ρωγμές» και να αφήσουν τα υπόλοιπα στους «πολιτικούς ακτιβιστές» (η τελευταία φράση είναι του Ντε Άντζελις).

Ένα μεγάλο μέρος της κομματικής οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ και προπάντων η αριστερή του πτέρυγα, δεν αποδέχονται τις απόψεις αυτές. Εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε δίκτυο εξουσίας, ΣΥΡΙΖΑ/κομματική οργάνωση. Το δίκτυο εξουσίας στη σύγχρονη (καπιταλιστική) πολιτική, έχει πάρει τη θέση του μαζικού κόμματος το οποίο έχει επικρατήσει μια προηγούμενη περίοδο. Η κομματική οργάνωση, κληρονόμος του μαζικού κινήματος, αποτελεί ένα μέρος μόνο του ευρύτερου δικτύου εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, η διάκριση δίκτυο εξουσίας/κόμμα, δεν έχει να κάνει με τη διάκριση αριστερή κυβέρνηση/κοινωνικά κινήματα. Οι αγωνιστές αυτοί, πρέπει πριν απ’ όλα να καταλάβουν τη σχετικά περιορισμένη εμβέλεια –όποια κι αν είναι η έκβαση– των συγκρούσεων στο εσωτερικό ενός κόμματος την εποχή των δικτύων εξουσίας. Πολλοί ανάμεσά τους, αντιλαμβάνονται και σωστά ότι υπάρχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα με τις μεταμοντέρνες πολιτικές θεωρίες στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως. Όμως το αντικαπιταλιστικό εγχείρημα –το οποίο θα διαδραματιστεί κατά το μεγαλύτερο μέρος πέραν του ΣΥΡΙΖΑ– δεν μπορεί πλέον να διατυπωθεί με τους όρους του κράτους πρόνοιας, του μαζικού κόμματος και συνδικάτου, δηλαδή με τους όρους που γέννησε μια προηγούμενη περίοδος του καπιταλισμού. Από αυτή τη σκοπιά, η αντιπολίτευση του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έρχεται από μια άλλη εποχή την οποία δεν έχουμε λόγους να νοσταλγούμε. Οι καινούργιοι όροι θα αναδειχθούν και αναδεικνύονται ήδη μέσα από την κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, η στράτευση στην αντικαπιταλιστική ανατροπή δεν μπορεί να ξεχνάει το κράτος, το κεφάλαιο ή την ταξική πάλη και συνάδει με τη διαλεκτική και μια ολιστική αντίληψη του κόσμου. Από τη σκοπιά της Επανάστασης το έργο του Μαρξ, του Μπακούνιν, των Κομμουνιστών των Συμβουλίων, αλλά και του Καστοριάδη, του Γκυ Ντεμπόρ κ.α. παραμένει πάντα επίκαιρο, ενώ θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά γόνιμη η κριτική επιστροφή στους μεγάλους θεωρητικούς των δημοκρατικών επαναστάσεων, δηλαδή στον Ρουσώ και τον Χέγκελ. Όμως, στους καιρούς μας αυτή η επικαιρότητα ή η γονιμότητα δεν είναι καθόλου δεδομένη. Πρέπει να επαναδιεκδικηθεί, να ξανακερδηθεί –σε ένα μεγάλο μέρος να ξαναδημιουργηθεί- μέσα από σκληρές πολιτικοθεωρητικές συγκρούσεις.

 Ο αντικαπιταλιστικός δρόμος θα διανοιχθεί μέσα από τις τρέχουσες πολιτικοκοινωνικές μάχες στις οποίες και καλούμαστε να πάρουμε μέρος. Αυτό που πρέπει όμως να τονίσουμε με τον πιο κατηγορηματικό και ξεκάθαρο τρόπο, είναι ότι δεν μπορούμε να στριμώξουμε τα όνειρα, τις ουτοπίες και τα κοινωνικά μας οράματα στις «ρωγμές», ότι δεν μπορούμε να χάσουμε από τα μάτια μας τον ορίζοντα μιας ανθρωπότητας –μιας ολόκληρης ανθρωπότητας– που να είναι απαλλαγμένη από το κράτος και το κεφάλαιο. Η άλλη πλευρά της επικράτησης των μεταμοντέρνων πολιτικών θεωριών είναι το να αφήσουμε το πάθος για το απόλυτο στους μουσουλμάνους φονταμενταλιστές. Ας μην επιτρέψουμε να συμβεί κάτι τέτοιο.

27-1-2015