Οδοιπορικό της ξενιτιάς, της περιπλάνησης και του πικρού νόστου, τα φωτογραφικά «Στιγμιότυπα» του Δημήτρη Σούλα «μεταναστεύουν» στο Μουσείο Μπενάκη
Sonnestraße, 1967
Γεννημένος το 1938 στη Θεσσαλονίκη, απόγονος ιστορικής σουλιώτικης οικογένειας και γιος εύπορου καπνέμπορου, ο Δημήτρης Σούλας, δείχνει πρώιμο ενδιαφέρον για τις τέχνες και τα γράμματα. Στα 17 του έχει την πρώτη του, έμμεση, επαφή με τη φωτογραφία, όταν κερδίζει βραβείο σεναρίου σε διαγωνισμό για την παραγωγή του πρώτου στα ελληνικά χρονικά φωτορομάντζου, το οποίο, σε «σκηνοθεσία» του Άλκη Στέα, δημοσιεύεται σε συνέχειες σε τοπική εφημερίδα. Το 1958 ανακαλύπτει στα υπόγεια του σπιτιού του χειρόγραφα του 16ου αώνα που αφορούν τη γενεαλογία του σογιού του –γεγονός που υπήρξε το έναυσμα για την ενασχόλησή του με την ιστορία του Σουλίου. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1998, θα πρωτοστατήσει στην ίδρυση του Συλλόγου Απανταχού Σουλιωτών, του οποίου σήμερα είναι επίτιμος πρόεδρος. Στη Γερμανία εγκαθίσταται στα τέλη της δεκαετίας του ’50, για να σπουδάσει οικονομικά, σύμφωνα με επιθυμία του πατέρα του. Η επίσκεψή του, το 1959, σε μια έκθεση φωτογραφίας στο Αμβούργο υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξή του: με τίτλο «The Family of Man», σε επιμέλεια Edward Steichen, αυτή η περιοδεύουσα ανά τον κόσμο έκθεση υπήρξε ορόσημο στη διαμόρφωση του ρεύματος της ανθρωπιστικής φωτογραφίας. Ευαισθητοποιημένος πολιτικά, με ιδιαίτερη κλίση προς τη φωτογραφία, αλλά και το σινεμά της Nouvelle Vague, ο νεαρός Σούλας συχνάζει στο Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας της Φρανκφούρτης, έδρα της ομώνυμης Σχολής της «Κριτικής Θεωρίας» (Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Μαρκούζε) και φυτώριο της φοιτητικής αμφισβήτησης. Το 1965 προσλαμβάνεται από μια αμερικανική πολυεθνική εταιρία εισαγωγής οπωροκηπευτικών. Την ίδια χρονιά παντρεύεται, κόβει το τσιγάρο κι αρχίζει να κάνει οικονομίες. Δύο χρόνια αργότερα αγοράζει την πρώτη του Spiegelreflex μηχανή: μιαν Exacta.
Ο Καγκελάριος Willy Brandt, 1971
Με το πραξικόπημα της χούντας, ο Σούλας μαζί με άλλους Έλληνες του Μονάχου δραστηριοποιείται στη Πανελλήνια Αντιδικτατορική Ένωση. Τον Μάιο του 1967 ο έλληνας Πρόξενος τού ακυρώνει το διαβατήριο. Πέντε μήνες αργότερα απολύεται από την εταιρεία του, μετά από έντονες πιέσεις του εμπορικού ακόλουθου της ελληνικής Πρεσβείας, ο οποίος την απειλεί με αποκλεισμό από την εισαγωγή ελληνικών φρούτων. Με τα χρήματα της αποζημίωσης αγοράζει επαγγελματικό φωτογραφικό εξοπλισμό και βγαίνει στον δρόμο σαν ελεύθερος φωτορεπόρτερ. Είναι ήδη έτοιμος, η εξοικείωση με τα μυστικά του επαγγέλματος είναι θέμα χρόνου. Σύντομα αρχίζει να συνεργάζεται με το Associated Press καθώς και με μεγάλα εικονογραφημένα περιοδικά (Stern, Quick, Neue Revue κ.ά.) Σε ένα φωτογραφικό συνέδριο στην Κολωνία, το 1970, συναντά τον Henri Cartier-Bresson που τον καλεί να δουλέψει για το Magnum. Με τον επαγγελματισμό του, τη δεινότητά του να ψαρεύει “λαυράκια” χωρίς να θολώνει τα νερά, ο Σούλας εδραιώνεται στο σινάφι. «Δεν έχω ζήσει άλλον φωτογράφο, ο οποίος να μπορεί να γίνεται τόσο αόρατος και συγχρόνως να βλέπει, να εντοπίζει και να συλλαμβάνει καταστάσεις στο εκατοστό του δευτερολέπτου, που εμένα μου διέφευγαν”, θυμάται ο συνάδελφός του, Rupp Doinet.
Η παλινόστησή του στην Ελλάδα, μετά την πτώση της χούντας, του αφήνει μια πικρή γεύση ματαίωσης: οι φωτορεπόρτερ στην Ελλάδα βιοπορίζονται κυρίως από την κάλυψη παρελάσεων, γάμων και βαφτίσεων. Τον Νοέμβρη του 1974 ο Σούλας φωτογραφίζει την αγορά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη: είναι το κύκνειο άσμα της φωτογραφικής του καριέρας.
Η παλινόστησή του στην Ελλάδα, μετά την πτώση της χούντας, του αφήνει μια πικρή γεύση ματαίωσης: οι φωτορεπόρτερ στην Ελλάδα βιοπορίζονται κυρίως από την κάλυψη παρελάσεων, γάμων και βαφτίσεων. Τον Νοέμβρη του 1974 ο Σούλας φωτογραφίζει την αγορά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη: είναι το κύκνειο άσμα της φωτογραφικής του καριέρας.
Στην εκκλησία του Forstenried, 1967