Ξέρουμε ίσως ακόμη κάτι, αυτό που κυρίως σήμερα αποσιωπάται. Ότι ο κομμουνισμός
πριν καταρρεύσει είχε ήδη ηττηθεί. Είχε ηττηθεί όταν η επανάσταση έγινε
αντεπανάσταση [...] ηττήθηκε όταν οι επαναστάτες κατά χιλιάδες γνώρισαν τα
εκτελεστικά αποσπάσματα και τα γκουλάγκ, ηττήθηκε ο κομμουνισμός όταν οι
σιμπιλητές της θεωρίας του τον μετέτρεπαν σε ενδοκόσμιο χιλιασμό που
τροφοδοτούσε κοινωνικές δεισιδαιμονίες και αναχρονισμούς [...] ηττήθηκε εκεί
που αντί για έκσταση και πάθος περίσσεψε η νεύρωση και ο μοντερνισμός.
(Άγγ. Ελεφάντης, «Αριστεροί χωρίς Αριστερά», Ο Πολίτης, 115, Οκτ. 1991)
Μαθαίνω, κακορίζικε, τα μαντάτα σου, που δεν έχεις τώρα στον ήλιο μοίρα
γιατί ποτέ δεν είχες μυαλό. Γιατί το μυαλό που σου’ δωσε ο Θεός το ’βαλες στη
δούλεψη του Διαόλου. Κι ο Διάολος τώρα σ’ ανταμοίβει. Δεν σου ’μεινε τόπος να
σταθείς και να πατήσεις κι ας είχες κάποτε τον κόσμο όλο δικό σου – ή μήπως
ήτανε μονάχα στο κεφάλι σου;
Από την ίδια κοιλιά βγήκαμε, όμως εσύ γι’ αλλού τραβούσες. Πάντα τρωγόμαστε. Άσπρο εγώ, μαύρο εσύ. Νίκησε τ’ άσπρο. Δεν το ’ξερες πως το καλό πάντα νικάει; Το ’ξερες βέβαια μα το ’λεγες ανάποδα γιατί όλα τ’ αναποδογυρίζεις: «Καλό είναι αυτό που νικάει» κορόιδευες. Τον εαυτό σου κορόιδευες. Νίκησε τ’ άσπρο. Μονάχος απόμεινες, ή σχεδόν μονάχος. Μίζερος και γκρινιάρης, ίδιες κι οι παρέες σου· τρεις κι ο κούκκος. Ανάποδος πάντα. Όταν ήμουν κομμουνιστής μ’ έλεγες φασίστα. Ήρθε η ώρα και μπήκα στο ΠΑΣΟΚ. Γιατί σ’ αυτό έλαχε ο κλήρος ν’ αλλάξει τη μοίρα αυτού του τόπου. Κι αν δεν κληρονομήσαμε τη βασιλεία των ουρανών ιδρύσαμε τη βάση της νεώτερης λαϊκής μας κουλτούρας: Γήπεδα απογειώσεως των στεναγμών, παλλαϊκές συναυλίες ολικής αλέσεως, φουτουρισμός συν εξηλεκτρισμός, τά λέηζερ εκτόπισαν τα τανκς, η εξουσία κατάκτησε τη φαντασία και τ’ αερόστατα ανέβαινα, αδερφέ μου, κι εγώ μαζί τους, στα ψηλά, τραγουδώντας τον ύμνο της γενιάς μας: «θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή».
Από την ίδια κοιλιά βγήκαμε, όμως εσύ γι’ αλλού τραβούσες. Πάντα τρωγόμαστε. Άσπρο εγώ, μαύρο εσύ. Νίκησε τ’ άσπρο. Δεν το ’ξερες πως το καλό πάντα νικάει; Το ’ξερες βέβαια μα το ’λεγες ανάποδα γιατί όλα τ’ αναποδογυρίζεις: «Καλό είναι αυτό που νικάει» κορόιδευες. Τον εαυτό σου κορόιδευες. Νίκησε τ’ άσπρο. Μονάχος απόμεινες, ή σχεδόν μονάχος. Μίζερος και γκρινιάρης, ίδιες κι οι παρέες σου· τρεις κι ο κούκκος. Ανάποδος πάντα. Όταν ήμουν κομμουνιστής μ’ έλεγες φασίστα. Ήρθε η ώρα και μπήκα στο ΠΑΣΟΚ. Γιατί σ’ αυτό έλαχε ο κλήρος ν’ αλλάξει τη μοίρα αυτού του τόπου. Κι αν δεν κληρονομήσαμε τη βασιλεία των ουρανών ιδρύσαμε τη βάση της νεώτερης λαϊκής μας κουλτούρας: Γήπεδα απογειώσεως των στεναγμών, παλλαϊκές συναυλίες ολικής αλέσεως, φουτουρισμός συν εξηλεκτρισμός, τά λέηζερ εκτόπισαν τα τανκς, η εξουσία κατάκτησε τη φαντασία και τ’ αερόστατα ανέβαινα, αδερφέ μου, κι εγώ μαζί τους, στα ψηλά, τραγουδώντας τον ύμνο της γενιάς μας: «θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή».
Όμως εσένα πάλι τίποτα δεν σ’ άρεσε. Ούτε τα φύκια ούτε οι μεταξωτές
κορδέλες ούτε οι κάθετες (κερδοφόρες έστω) καταγγελίες μου. Μ’ έλεγες
μεταμφιεσμένο γιάπη ώσπου αναγκάστηκα να κόψω γέννια και μαλλιά να δω κι εγώ
ποιος ήμουν από κάτω. Είχα παραχοντρήνει, πράγματι, για ραψωδός – ένας χοντρός
γαλάζιος ποντικός και το τυρί μου είχε τελειώσει. Χώθηκα μέσα στην
κεφαλογραβιέρα της νέας Δεξιάς. Εσύ γκρίνιαζες, εγώ απλώς ωρίμαζα. Ωρίμαζα κι
ανέβαινα. Το αερόστατό μου μ’ έφερε και μ’ απόθεσε αγαπητικά στη σωστή μεριά.
Τα ξαναβρήκα με τον πατέρα, μου ’γραψε κι εκείνο το οικόπεδο στο χωριό. Μόνο
μ' εσένα δεν μπορώ να τα βρω. Πάντα μου γυρίζεις τις πλάτες. Και γιατί; Επειδή επέζησα; Επειδή όχι μόνο επέζησα αλλά ανήλθα κιόλας;
Και δεν έμαθες ακόμα ότι «επιζώ»
σημαίνει «ανέρχομαι», με όλα όσα θεμιτά και αθέμιτα υποννοεί το ρήμα; Ξέρω
πως μου απαντάς: «Μα δεν
άλλαξες· πάντα τέτοιος ήσουνα». Έστω. Δεν άλλαξα. Αλλά να μην αλλάξω τουλάχιστον
ούτε ρούχα; Να κάτσω να
βουλιάξω με το καράβι μου; Μα ποιος ήμουν εγώ στο κάτω κάτω; ο
καπετάνιος; Ένας ραψωδός ήμουνα που
τώρα χόντρηνε κι αλλάζει ρούχα. Τι άλλο να ’κανα; Δεν βλέπεις, έρμε, τι γίνεται γύρω σου; Χαμός! Τα σύμβολα και τα σημεία θα
κοιτάξουμε τώρα ή το φτωχό τομάρι μας; Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, τα
σύμβολα αλλάζουν.
Και πώς αλλάζουν! Οι ίδιοι άνθρωποι
από κυπαρίσια γίνονται αναρριχητικά. Κι όταν γκρεμίζονται τα στηρίγματα
σέρνονται πάνω στα μεγάλα πτώματα παρατείνοντας την ελπίδα ώς τον εξευτελισμό
της. Τα σφυροδρέπανα βουλιάξανε στο αίμα και στη λάσπη. Τι σε κόφτουν εσένα
Γιέλτσιν και περεστρόικες – πράσινα
και γαλάζια άλογα; Εσύ ποτέ
δεν ήσουν κομμουνιστής – αφού εγώ ήμουν ο κομμουνιστής. Εντάξει. Δίκιο είχες
τότε. Αν αυτό σε ικανοποιεί στο λέω σήμερα. Γιατί όμως θέλεις να έχεις και
σήμερα δίκιο; Σου χαρίζω το
παρελθόν, άσε μου το παρόν. Γιατί θες να ’χεις πάντα δίκιο; Ποιος είσαι;
Ήμουν αριστερός, έγινα ΠΑΣΟΚ, είμαι
δεξιός – δεν σε βρήκα πουθενά. Μονάχα βρίζεις το παρελθόν μου, το παρόν μου και
το μέλλον μου. Εσύ ποιος είσαι; Δεν είσαι μήπως ο αδελφός μου;
Σε ξέρω καλύτερα απ’ όσο με ξέρεις. Εγώ είμαι παίκτης – χάνω ή κερδίζω.
Αυτό που έχει σημασία είναι το παιχνίδι. Κερδίζω ή χάνω, κερδίζω· γιατί
μου μένει πάντα η προσμονή της επόμενης παρτίδας. Εσύ έχεις χάσει απ’ την αρχή.
Γιατί είσαι πιστός – και ο Θεός σου δεν υπάρχει. Κοίταξε γύρω σου επιτέλους.
Πού είναι λοιπόν ο «λαός σου»; Εγώ είμαι ο «λαός» σου.
σημειώσεις, 38, Φεβρουάριος 1992