Λίγο πριν κοιμηθώ αργά το βράδυ
ανοίγει κάποια πόρτα στο σκοτάδι κι ακούω μες στο στήθος μου γατάκια
που κλαίνε σε αυλές και σε σοκάκια
μέχρι να βρούνε στο μαστό του ύπνου
το ρόφημα του βλαβερού τους δείπνου
θηλάζοντας την πίσσα της ημέρας
στη ρώγα μιας αόρατης μητέρας.
Βυθίζομαι μαζί τους λίγο λίγο
στης νύχτας την τυφλή δικαιοσύνη
και σ' έναν εφιάλτη καταλήγω·
ιαγουάροι μαύροι έχουν γίνει
κι αλαφιασμένος τρέχω να ξεφύγω
σε στέπες που καπνίζουν νικοτίνη.
Μιχάλης Γκανάς
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ (απόσπασμα)