Tuesday, 3 November 2009

LARRY FINK

Βeat, beat, beatitude and love and glory”


Αποκλειστική συνέντευξη του Larry Fink
στον
Δημήτρη Κοσμίδη

Δημοσιεύτηκε σε συνεπτυγμένη μορφή στο Big Fish (Πρώτο Θέμα), Κυριακή 1η Νοεμβρίου 2009
© Larry Fink / Φωτογραφίες Beatniks: Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη
© Larry Fink / Beatniks Photos Courtesy of the Αrtist

Μια «συμμορία» νεοϋορκέζων μπήτνικς στα τέλη της δεκαετίας του ’50 διασταυρώθηκε με τη φωτογραφική ματιά ενός «επαναστάτη της ψυχής». Οι εικόνες ταξίδεψαν στο Παρίσι, για να δημοσιευτούν στο λογοτεχνικό περιοδικό του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Lettres Françaises, που διηύθυνε ο σουρεαλιστής Louis Aragon. Μισό αιώνα αργότερα, οι «μπεάτοι», που ύμνησε ο Ανδρέας Εμπειρίκος στην Οκτάνα, έρχονται στην Αθήνα και δίνουν αφορμή για μια αποκλειστική, όσο και επεισοδιακή, συνέντευξη



«Κάθε στιγμή μετράει» ή «Ο χρόνος είναι χρήμα»

Ο Larry Fink δεν είναι ένας εύκολος άνθρωπος. Η συνέντευξη υποτίθεται ότι είχε κανονιστεί τρεις εβδομάδες πριν, από το Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας, με αφορμή την έκθεση “Every Moment Counts” που εγκαινιάζεται τη Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, ενταγμένη στο πλαίσιο του Athens Photo Festival 2009. H στεγνή απάντηση στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο δεν άφηνε και πολλά περιθώρια: «Δεν έχω Skype... απλή τηλεφωνική γραμμή… μένω σε μια φάρμα στο Μάρτινς Κρηκ της Πενσυλβάνια, μακριά απ’ τον δρόμο... η συνέντευξη πρέπει να γίνει τηλεφωνικά». Όμως το τηλέφωνο δεν ανταποκρινόταν. Επί μια βδομάδα, από το απόγευμα ώς τα άγρια χαράματα (ώρες Ελλάδας), βομβάρδιζα τον τηλεφωνητή και το e-mail του Fink με απεγνωσμένα μηνύματα. Όταν επιτέλους oρίστηκε μέρα και ώρα (Τρίτη και δεκατρείς) με περίμεναν κι άλλες εκπλήξεις. Η μια αναβολή διαδεχόταν την άλλη. Πρόσχημα για να με ξεφορτωθεί; Ένα μήνυμά του του με τίτλο “Catch me if you can” (πιάσε με αν μπορείς) ….κι άρχισα να μπαίνω στο νόημα: είχα να κάνω με παίκτη, και μάλιστα σκληρό. Απάντησα με τον στίχο “Βeat, beat, beatitude and love and glory” (από την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου) και υπέγραψα ως «Finkhunter” (φινκοκυνηγός). Ακολούθησαν κι άλλες αναβολές, άλλες δύο μέρες ατέλειωτης αναμονής. Η ξεναγός Ελένη Σκλαβουνάκου, μοναδική στο να αποκρυπτογραφεί και τις πιο απίθανες αμερικάνικες ντοπιολαλιές, ήταν όλο αυτό το διάστημα “stand by” μέσω του Skype. Βράδυ Παρασκευής ο βοηθός του Fink με ενημερώνει ότι το θήραμά μου ετοιμάζει τις βαλίτσες του για δουλειά στη Μασσαχουσέτη. Απαντώ ότι η συνέντευξη πρέπει να γίνει αυθημερόν. Ξημερώματα Σαββάτου το τηλέφωνό μου χτυπάει απρόσμενα … Ο κύριος Larry Fink αυτοπροσώπως μου παραχωρεί δέκα λεπτά από τον πολύτιμο αμερικάνικο χρόνο του. Τελικά η συνομιλία μας διήρκεσε πάνω από μία ώρα...


Γεννήθηκες το 1941 στο Μπρούκλιν και η πρώτη σου φωτογραφική δουλειά ήταν το 1958 για τους μπήτνικς. Γεννήθηκα στον Πειραιά το 1958, τη χρονιά του Σπούτνικ. Είναι αλήθεια ότι η ετυμολογία της λέξης beatnik προέρχεται από τη σύνθεση του beat και του Sputnik;
Απολύτως

Ποιοι είναι οι μπήτνικς του Larry Fink; Στις φωτογραφίες σου δεν υπάρχουν λεζάντες, ούτε πληροφορίες για το ποιος, πού, πότε…
Μην περιμένεις να βρεις κανέναν επώνυμο, σαν τον Κόρσο, τον Κέρουακ ή τον Γκίνσμπεργκ. Είναι ανώνυμοι, δεν θυμάμαι παρά το μικρό όνομα μερικών από αυτούς. Τους φωτογράφισα το 1958-1959, στη Νέα Υόρκη, τις Μεγάλες Λίμνες, το Κλήβελαντ, το Τέξας, το Μεξικό. Ο αρχηγός της νεοϋορκέζικης συμμορίας ήταν βετεράνος του πολέμου της Κορέας. Είχε σκοτώσει πολλούς Βορειοκορεάτες, είχε καταλάβει ένα ύψωμα στην Κορέα. Για το κατόρθωμά του πήρε το παράσημο της Πορφυρής Καρδιά (Purple Heart) και στη συνέχεια... σαλτάρισε. Τελικά κατάφερε, μέσα από την ποίηση, να ’ρθει στα συγκαλά του και να δώσει κοινωνικό περιεχόμενο στην εξέγερσή του.


Ένα αγόρι μεγαλώνει στο Μπρούκλιν τη δεκαετία του ’40. Μίλησέ μου για τα παιδικά σου χρόνια, για την πρώτη σου επαφή με τη φωτογραφία
Είμαι απόγονος εβραίων μεταναστών, τρίτης ή τέταρτης γενιάς... θα σε γελάσω. Ο παπούς μου από τη μεριά της μητέρας μου ήταν γερμανοεβραίος, δεν ξέρω πότε μετανάστευσε στην Αμερική. Το σόι του πατέρα μου ήταν επίσης μετανάστες.. τρεις ή τέσσερις γενιές στις ΗΠΑ. Ξεκίνησα τη φωτογραφία σαν χόμπυ, στη γειτονιά μου, το Λονγκ Άιλαντ, και γρήγορα μού έγινε έμμονη ιδέα. Από παιδί περιστοιχιζόμουν από ζωγραφικούς πίνακες, έργα τέχνης και αριστερή ιδεολογία. Είχα πολύ ενδιαφέροντες γονείς, οι οποίοι ωστόσο με εξόργιζαν πότε πότε. Αντιδρούσα κάνοντας την επανάστασή μου, χτυπούσα στα τυφλά... κι έγινα φωτογράφος για να βρω κάποια ισορροπία. Για να εκπληρώσω το όραμα μιας τεκμηριωτικής φωτογραφίας ως αριστερής μαρτυρίας. Για να δώσω φωνή σε όσα ήταν κρυμένα στον πυρήνα της ψυχής μου.


Έκανες ιδιαίτερα μαθήματα με τη φωτογράφο Lisette Model;
Ναι από τα 18 έως τα 20. Λένε ότι μαθήτευσα στον Alexey Brodovitch, αλλά απλώς πήγα σ’ ένα μάθημά του στο New School for Social Sciences. Μου φάνηκε πανέξυπνος, αν και μεθυσμένος. Η τάξη ήταν γεμάτη με τύπους ανταγωνιστικούς και καριερίστες. Ήταν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που περίμενα. Γι αυτό και το εγκατέλειψα. Δεν πήρα ποτέ πτυχίο. Παρακολούθησα μερικά μαθήματα, αλλά ουσιαστικά είμαι αυτοδίδακτος.

Καλλιτεχνικές και φωτογραφικές επιρροές;
Γερμανοί εικαστικοί του μεσοπολέμου, το κίνημα της «Νέας Αντικειμενικότητας»: Otto Dix, George Grosz, Max Beckmann –τον φωτογράφο August Sander δεν είμαι βέβαιος ότι τον ήξερα τότε. Από Αμερικανούς, o Simpson Kalisher –δεν θα τον έχεις ακουστά. Ίσως ο Εugene Smith, περισσότερο ο Brassai και ο [Bρετανός] Bill Brandt. Ο André Kertesz λιγότερο, ήταν πολύ εξευγενισμένος για μένα, παρόλο που οι εικόνες του μου φάνταζαν πανέμορφες. Ο Weegee πολύ λιγότερο, αν και φωτογραφικά συγγενεύουμε κάπως, ως προς τη λαγνεία, την αμεσότητα, τις εμμονές. Με σαγήνευε αλλά δεν με επηρέασε. Αυτό που προπάντων με επηρέασε είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή μου όλη αντιπροσωπεύει μια αναζήτηση: να «κοινωνήσω» τη ζωή χρησιμοποιώντας ως μέσο τη φωτογραφία. Δεν κάνω φωτογραφία για τη φωτογραφία. Η τέχνη μου είναι ένας τρόπος να είμαι διαφανής, να τα διαπεράσω όλα αυτά, συναισθηματικά και αντικειμενικά, να δώσω στους ανθρώπους να καταλάβουν τι σημαίνει να είσαι ζωντανός.


Γιατί οι μπήτνικ; Ήσουν κι εσύ ένας από αυτούς;
Να μιλήσω για τους φίλους μου; Μπήτνικ ναι, κατά κάποιο τρόπο, όμως βασικά ήμουν μαρξιστής, παρόλο που κάπνιζα μπόλικο χόρτο. Έκανα περίεργα, άγρια πράγματα. Ωστόσο ήμουν κυρίως αριστερός, γούσταρα την επανάσταση. Αυτό ήταν το όραμα της οικογένειάς μου κι εκεί ήταν η καρδιά μου, ν’ αλλάξω τον κόσμο. Ήμουν βέβαια «οργισμένος νέος»... αν και δεν έβλεπα τον εαυτό μου ξεκομμένο απ’ τον κόσμο. Ήθελα να αναμετρηθώ μαζί του, να τον φέρω τα πάνω κάτω, να τον κάνω ένα σωστό μέρος, βιώσιμο, όπου ν’ αξίζει να ζεί κανείς...



Τι σήμαινε να είσαι μαρξιστής τη δεκαετία του ’50 στις ΗΠΑ;
Ήμουν ιδεαλιστής μαρξιστής, δεν εντάχθηκα σε κάποιον κομματικό θεσμό. Οι γονείς μου ήταν μέλη του Κόμματος τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, αλλά το εγκατέλειψαν λόγω της ακαμψίας του. Τα παιδιά τους, εγώ και ιδιαίτερα η αδελφή μου, που παραμένει αριστερή δικηγόρος μέχρι σήμερα, δεν είμαστε μέλη κανενός κόμματος, ανήκουμε απλώς στην ανθρώπινη φυλή και παλεύουμε για ένα δίκαιο κόσμο. Ο Μαρξ ήταν ένας ευφυής αναλυτής της οικονομίας κι ελπίζαμε ότι κάποιες από τις ιδέες του περί κοινοκτημοσύνης θα ρίζωναν. Και πράγματι αυτό συνέβη στην Ευρώπη, αλλά όχι στην Αμερική. Και ιδού το αποτέλεσμα σήμερα: ατομικιστική αναρχία και απληστία.


Πώς συμβιβαζόταν η μποέμικη ηδονοθηρία με την ανάμιξη στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα;
Ήμουν ηδονιστής ως προς το ότι ότι κάπνιζα χόρτο, αλλά δεν δεν ήμουν σεξομανής, δεν πηδούσα δεξιά κι αριστερά. Για να ακριβολογούμε, σε σύγκριση με τ’ άλλα αγόρια και κορίτσια ήμουν μάλλον πουριτανός. Ακόμη και με το κίνημα των χίπις –στο οποίο δεν συμμετείχα, αλλά το φωτογράφιζα–, όταν όλοι έκαναν έρωτα όπου έβρισκαν, εγώ, για να το κάνω, έπρεπε να είμαι ερωτευμένος, προς μεγάλη απογοήτευση των φίλων μου. Ακολούθησα σαν φωτογράφος το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα τη δεκαετία του 60, κι η δουλειά μου αυτή εκτέθηκε πέρισυ στην Ατλάντα. Ανεξαρτήτως του αν φωτογράφιζα μπήτνικς, ακτιβιστές, μποξέρ, μουσικούς, χορούς ντεμπυτάντ ή φιλανθρωπικές δεξιώσεις πλουσίων, ο μαρξισμός κι οι αριστερές ιδέες δεν έπαψαν να με ακολουθούν.


Κι έτσι από τη φωτογραφία δρόμου πέρασες στις glamorous σελίδες του Vanity Fair, στις επιδείξεις μόδας του Versace, του Christian Lacroix, της Donna Karan, κι από εκεί στο Metropolitan Museum of Modern Art, στις ακριβές γκαλερί και στο χρηματιστήριο της τέχνης…
Την πορεία μου τη χάραξα με τρόπο ώστε να μου επιτρέπει να σπουδάζω την κοινωνία. Πράγματι δεν ένιωθα ηθικά νομιμοποιημένος να πάω να φωτογραφίσω ανθρώπους φτωχούς, σε έσχατη ένδεια, δεν ήταν αυτός ο ρόλος μου. Με σαγήνευαν πάντα οι πλούσιοι και τα στολίδια τους, η στόφα και τα βελούδα τους, το σκότος και το μυστήριο, η θεατρικότητα της χλιδής. Επέβαλα στη συνείδησή μου να απαθανατίζω φωτογραφικά αυτούς που –σύμφωνα με τη μειωμένη ευθυκρισία των αριστερών– θεωρούσα ως τα τελευταία δείγματα της μπουρζουαζίας. Κι έτσι καταπιάστηκα μ’ αυτή τη δουλειά και τη συνέχισα. Η μπουρζουαζία βέβαια ζει και βασιλεύει, ωστόσο εγώ δεν τα ’χω τινάξει ακόμα, και συνεπώς όσο ζω ελπίζω. Κι έτσι άρχισα να φωτογραφίζω τους γείτονές μου στην Πενσυλβάνια, τον κόσμο της μόδας και του μποξ. Πήγαινα πίσω μπρος, από τον ένα κόσμο στον άλλο, από τη μια κοινωνική τάξη στην άλλη. Ποτέ δεν φωτογράφισα τη φτώχεια νέτη σκέτη, αποστολή μου δεν ήταν να την αποκαλύψω στους άλλους. Εστιαζόμουν σ’ αυτό που εγώ ένιωθα την ανάγκη να φωτογραφίσω. Για να μιλήσουμε με επαγγελματικούς όρους, σίγουρα είμαι πρακτικός άνθρωπος, ακριβώς επειδή δεν είμαι πλούσιος. Συνεχίζω και παλεύω για τις ιδέες για τις οποίες είμαι γνωστός στον κόσμο, αυτή είναι το εμπορικό μου ιδίωμα. Μολονότι δεν είμαι στ’ αλήθεια εμπορικός φωτογράφος, ξέρω πώς να πουλήσω. Στην Αμερική, αυτός είναι ο τρόπος που μοιραζόμαστε τα πράγματα, να πουλάμε. Δουλεύω για τη διαφήμιση την τελευταία δεκαετία, και το κάνω έξυπνα. Η δουλειά μου δεν μοσχοπουλιέται στο χρηματιστήριο της τέχνης, λόγω του ότι έχει εμμονές και μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Κάνω διαφήμηση, κανένα πρόβλημα, παρόλο που μερικές φορές τα διαφημιστικά με τρελαίνουν, γιατί είναι ηλίθια. Ωστόσο, είναι πρόκληση για μένα να κερδίζω το ψωμί μου με κάποια στοιχειώδη ακεραιότητα και πολύ μαστοριά. Μένω με τη γυναίκα μου σε μια φάρμα, δεν πάω κρουαζιέρες με τα σκάφη αναψυχής των πλουσίων γνωστών μου. Ευχαριστώ δεν θα πάρω: προτιμώ να κόβω ξύλα.









Και οι Απαγορευμένες Eικόνες (The Forbidden Pictures A Political Tableau); Η περιβόητη φωτογραφία σου με τον σωσία του Μπους που χουφτώνει το στήθος μιας γυναίκας; Δήλωσες στο Associated Press ότι ήταν ένα μεταφορικό σχόλιο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική... Αν και δεν είναι η καλύτερή μου φωτογραφία, είναι ωστόσο μια καλή απεικόνιση μιας συγκεκριμένης κατάστασης. Η μεταφορά περί αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ήταν δικό μου εφεύρημα: ειπώθηκε εκ των υστέρων σε μια συνέντευξη, όταν οι φωτογραφίες μου ήταν ήδη κρεμασμένες στον τοίχο. Δεν είναι όσο κακές θα έπρεπε, γιατί δεν σχετίζονται με το πραγματικό έγκλημα του καθεστώτος Μπους. Αφορούν ένα άλλο έγκλημα, όπως το συνέλαβε η φαντασία μου, το έγκλημα της αλαζονείας, του προκλητικού πλούτου, της κατάχρησης εξουσίας, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Κι αυτό από μια ομάδα ανθρώπων που στην πραγματικότητα ήταν πουριτανοί. Ήταν για μένα ένας κραυγαλέος τρόπος να προκαλέσω, να βάλω το δάχτυλό μου στην πληγή. Αυτά συνέβησαν πριν την 11η Σεπτεμβρίου, πριν κάνουν αυτά που διέπραξαν αργότερα ως πολεμοκάπηλοι στο Ιράκ. Στην πραγματικότητα ήταν μια σάτιρα, ένα καλαμπούρι, μια απόπειρα να βγάλω τη γλώσσα μου στην εξουσία. Οι φωτογραφίες μου κόπηκαν από το New York Times Magazine, παρόλο που είχαν προγραμματιστεί για δημοσίευση το φθινόπωρο του 2001, γιατί μετά την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου κανείς δεν θα τολμούσε να κάνει κριτική στον Μπους. Όταν δημοσιεύτηκαν αργότερα έγιναν διαβόητες.
Πρόκληση;
Βέβαια. Ηθελημένη; Απολύτως.



Υπάρχει ελπίδα με τον Ομπάμα;

Το πρόβλημα είναι ότι ηγείται μιας πολύ διεφθαρμένης χώρας. Πρέπει να επιστρατεύει όλο το ταλέντο του, την ευφυία και τις ιδέες του για να πείσει έναν πολύ άπληστο κόσμο να κάνει ένα βηματάκι μπροστά. Αντιμετωπίζει αντιδράσεις αποκαρδιωτικές, με μοναδικό ταμπεραμέντο και ευρύτητα ματιάς, με προσοχή και κάποια δόση αισιοδοξίας. Μου αρέσει ο Ομπάμα, μολονότι κάποιες πολιτικές του επιλογές μου φαίνεται ότι πάσχουν. Ίσως αν ήταν σε άλλη χώρα να τα πήγαινε καλύτερα. Παραμένω αισιόδοξος, χωρίς να τρέφω ψευδαισθήσεις. Οταν ο Ομπάμα βγήκε στο προσκήνιο, με την εξυπνάδα του και το θαυμάσιο χρώμα του δέρματός του, δεν μπορούσα παρά να τον αγκαλιάσω με μια ζέση ιδεολογική που είχα να τη νιώσω χρόνια. Κι όταν κολλάει στη λάσπη –γιατί στη λάσπη ζούμε– δεν απογοητεύομαι. Όμως, όταν η πραγματικότητα δείχνει το πρόσωπό της, η αισιοδοξία μπαίνει σε δοκιμασία.


http://www.youtube.com/watch?v=4izJ0_yTFBo


Φωτογραφία-ντοκουμέντο ή «καλιτεχνική» φωτογραφία;
Τεράστιο θέμα. Η αγορά της τέχνης, στο μεγαλύτερό της μέρος, τείνει προς την εμπορευματοποίηση, τα πάντα έχουν γίνει εμπόρευμα. Η ίδια η τέχνη και η καριέρα ενός καλλιτέχνη έχουν εμπορευματοποιηθεί. Στο μέτρο που φιλοδοξίες και προσωπικές εμμονές γίνονται αντικείμενο εμπορευματοποίησης, εμφανίζεται μια τάση αποδυνάμωσης στην ίδια τη ρίζα, τον πυρήνα, την ψυχή του έργου τέχνης. Όσοι συνεχίζουν την παράδοση της φωτογραφίας - ντοκουμέντο θεωρούνται παλιομοδίτες, ξεπερασμένοι, είδος υπό εξαφάνιση. Ωστόσο πολλοί καταφέρνουν να διασώσουν την καθαρότητά τους, παραμένοντας ταυτόχρονα εξίσου επίμονοι, φιλόδοξοι και βεβαίως επιθετικοί, γιατι δίχως αυτό δεν μπορεί να γίνεις φωτογράφος του ντοκουμέντου. Ανήκω στον κόσμο εκείνων που προσπαθούν να αφηγηθούν μια ιστορία, αντί να εφευρίσκουν μια μυθοπλασία για την προσωπική τους ιστορία.

Διδάσκεις φωτογραφία στο Bard College, κι έχεις διδάξει παλιότερα στο Yale, στο Parsons School of Design, στο New York University. Τελικά, ποιο μάθημα έχει να μας δώσει ο Larry Fink;
Επί 45 χρόνια είμαι δάσκαλος φωτογραφίας. Το αγαπάω και με τα χρόνια το αγαπάω όλο και πιο πολύ. Τα πάντα στη ζωή μου σχετίζονται με τη διδασκαλία, οι φωτογραφίες μου είναι διδασκαλία. Στους μαθητές μου μαθαίνω να σπουδάζουν την κοινωνία γυμνάζοντας τη φαντασία τους και κρατώντας τις αισθήσεις τους σε διαρκή εγρήγορση. Αυτό είναι το πνεύμα του μαθήματός μου, να δίνω τροφή στην φαντασία ώστε να προχωρήσει η επανάσταση της ψυχής.


Info
H έκθεση Every Moment Counts του Larry Fink παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (Μασσαλίας 22, Κολωνάκι) στο πλαίσιο του Athens Photo Festival 2009. Περιλαμβάνει τις φωτογραφικές του σειρές Beatniks, Moses Soyer’s Studio καθώς και προβολές από τις σειρές Boxing, Somewhere there’s music και The Democrats (από την προεκλογική εκστρατεία του Μπάρακ Ομπάμα και της Χίλαρυ Κλίντον). Εγκαίνια: Δευτέρα 2 Νοεμβρίου, 20:30. Διάρκεια: 2-24 Νοεμβρίου. Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα – Παρασκευή, 12:00 – 21:00. Σάββατο, 10:30 – 14:30. Κυριακή κλειστά. Είσοδος ελεύθερη. Πληροφορίες: τηλ. 210 36 80 900 (εσωτ. 171) και στην ιστοσελίδα www.hau.gr/culture.