Thursday, 12 June 2014

Ο Giorgio Agamben για την αρχαιολογία μιας αποτυχίας



Σήμερα, τα πολιτικά κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικά» και οι συνασπισμοί της λεγόμενης «Αριστεράς» έχουν κερδίσει αρκετούς μεγάλους δήμους, όπου έγιναν αυτοδιοικητικές εκλογές. Προκαλεί έκπληξη η σπουδή και η μονομανία των νικητών να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως establishment, να καθησυχάσουν με κάθε κόστος τους ισχυρούς του παλαιού οικονομικού, πολιτικού και θρησκευτικού κατεστημένου. Όταν ο Ναπολέων νίκησε τους Μαμελούκους στην Αίγυπτο, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καλέσει τους προύχοντες, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του παλαιού καθεστώτος, για να τους πληροφορήσει ότι, υπό τον νέο κυρίαρχο, οι προνομίες και οι αρμοδιότητές τους θα παρέμεναν άθικτες. Μια και δεν έχουμε να κάνουμε με στρατιωτική κατάκτηση μιας ξένης χώρας, ο ζήλος με τον οποίο ο αρχηγός ενός κόμματος –το οποίο έως πρότινος ονομαζόταν Κομμουνιστικό– βάλθηκε να καθησυχάσει τραπεζίτες και καπιταλιστές, επισημαίνοντας ότι η λιρέτα και το χρηματιστήριο άντεξαν τη δοκιμασία, είναι, τουλάχιστον, άκαιρος. Ένα είναι βέβαιο: αυτοί οι πολιτικοί θα καταλήξουν να ηττηθούν από την ίδια τη βούλησή τους να νικήσουν με κάθε κόστος. Η επιθυμία να γίνουν establishment θα τους καταστρέψει, όπως ακριβώς κατέστρεψε και τους προκατόχους τους.


Είναι σημαντικό να είναι κανείς σε θέση να διακρίνει μεταξύ ήττας και ατίμωσης. Η νίκη της Δεξιάς στις βουλευτικές εκλογές του 1994 υπήρξε ήττα για την Αριστερά, ήττα όμως που θα μπορούσε να μην ήταν κατ’ ανάγκη ατιμωτική. Εάν, όπως είναι σίγουρα η περίπτωση, η ήττα αυτή υπήρξε ατιμωτική, αυτό συνέβη επειδή σηματοδότησε την κατάληξη μιας διαδικασίας συνεχών υποχωρήσεων που είχε ήδη αρχίσει πριν από πολλά χρόνια.

Η ήττα ήταν ατιμωτική, όχι γιατί επήλθε μετά από μια μάχη δοσμένη από αντίθετες θέσεις, αλλά απλώς επειδή ακολουθήθηκε ηθελημένα η ταυτόσημη ιδεολογία του θεάματος, της αγοράς και των επιχειρήσεων. Ένας καπιταλισμός με καπέλο μελόν και πούρο, ένας καπιταλισμός με ένοχη συνείδηση, ηττήθηκε από έναν καπιταλισμό πιο απελευθερωμένο, χωρίς συμπλέγματα (πράγμα προβλέψιμο). Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το γεγονός αυτό ως μοιραία συνέπεια μιας προδοσίας που είχε ήδη ξεκινήσει στα χρόνια του σταλινισμού. Μπορεί, όντως, να είναι έτσι. Ωστόσο, αυτό που μας απασχολεί εδώ δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας εξέλιξης που ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πράγματι, έκτοτε μόνο ο ολικός εκφυλισμός του σκέπτεσθαι προσέλαβε την υποκριτική μορφή και τη φωνή του ορθού λόγου και της κοινής λογικής, που σήμερα εμφανίζεται με το όνομα του «προοδευτισμού».

Στο βιβλίο του L’Archéologie d’un échec [Η αρχαιολογία μιας αποτυχίας), ο Jean-Claude Milner έχει σαφώς ταυτοποιήσει και ορίσει ως «προοδευτισμό» την αρχή στο όνομα της οποίας έλαβε χώρα η διαδικασία του συμβιβασμού. Η επανάσταση έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο συμβιβασμού με το κεφάλαιο και την εξουσία, όπως ακριβώς η εκκλησία έπρεπε να τα βρει με τον νεωτερικό κόσμο. Έτσι, η συνταγή που πρυτάνευσε στη στρατηγική του προοδευτισμού, κατά τη διάρκεια της πορείας του προς την εξουσία, πήρε σιγά-σιγά την εξής μορφή: οφείλει να υποχωρεί κανείς στα πάντα, πρέπει να συμφιλιώνει το κάθε τι με το αντίθετό του, τη νοημοσύνη με την τηλεόραση και τη διαφήμιση, την εργατική τάξη με το κεφάλαιο, την ελευθερία του λόγου με το Κράτος-θέαμα, το περιβάλλον με τη βιομηχανική ανάπτυξη, την επιστήμη με την κοινή γνώμη, τη δημοκρατία με τον εκλογικό μηχανισμό, την ένοχη συνείδηση ​​και την αποστασία με τη μνήμη και την αφοσίωση.

Σήμερα βλέπουμε πού μας έχει οδηγήσει μια τέτοια ολέθρια στρατηγική. Η Αριστερά έχει συνεργαστεί ενεργά, σε όλους τους τομείς, στη δημιουργία συναινετικών εργαλείων και προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στη Δεξιά, από τη στιγμή που θα καταλάβει την εξουσία, να εφαρμόσει απλώς και να εξελίξει προκειμένου να πετύχει τους  δικούς της σκοπούς, χωρίς καμία δυσκολία. Έτσι, ενώ τα ιταλικά συνδικάτα υπέγραφαν τις συμφωνίες του Ιουλίου, σηματοδοτώντας την πλήρη αποστράτευση της εργατικής τάξης από τον αγώνα για συλλογικές συμβάσεις, περνούσε νόμος με τις ψήφους της Αριστεράς ο οποίος, με το πρόσχημα της προάσπισης της αυτονομίας των πανεπιστημίων, παρέδιδε το Πανεπιστήμιο στη λογική των επιχειρήσεων.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία αφόπλισε πνευματικά και φυσικά την εργατική τάξη, πριν παραδοθεί στον Ναζισμό. Και ενώ οι πολίτες, άνθρωποι καλής θέλησης, καλούνται σε επαγρύπνηση εν όψει κάποιων κατά φαντασία μετωπικών συγκρούσεων, η Δεξιά  έχει ήδη περάσει μέσα από το ρήγμα που η ίδια η Αριστερά έχει ανοίξει στις γραμμές της.


Giorgio Agamben [1996], "Σ’ αυτή την εξορία. Ιταλικό ημερολόγιο 1992-1994" [απόσπασμα], στο Μέσα χωρίς σκοπό. Σημειώσεις πάνω στην πολιτική [Mezzi senza fine, Bollati Boringhicri editore].

Wednesday, 11 June 2014

Support Embros / Στηρίξτε το Εμπρός



Συνέλευση για τη δίκη των δύο ηθοποιών που συνελήφθησαν στο Θέατρο Εμπρός κατά τη διάρκεια πρόβας



Τ
ην Πέμπτη 19 Ιουνίου δικάζονται στο Α’ Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθήνας οι ηθοποιοί Βασίλης Σπυρόπουλος και Δημήτρης Δρόσος, που συνελήφθησαν στις 30 Οκτωβρίου στον χώρο του Θεάτρου Εμπρός την ώρα που έκαναν πρόβα. Μετά από 24ωρη κράτηση με την αυτόφωρη διαδικασία παραπέμφθηκαν σε δίκη με τις κατηγορίες της παραβίασης «σφραγίδων, διατάραξης οικιακής ειρήνης και κατ’ εξακολούθηση κατάληψης δημοσίου κτιρίου». Αυτή η αδιανόητη σύλληψη αποτελεί κορύφωση της επίθεσης της Πολιτείας σε ένα χώρο που τα τρία τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί σε πυρήνα εναλλακτικής πολιτιστικής και κοινωνικής δράσης για το κέντρο της Αθήνας και μάλιστα μέσα στην καρδιά της κρίσης.



Από το Νοέμβριο του 2011, το Θέατρο ΕΜΠΡΟΣ, εγκαταλελειμμένο για πολλά χρόνια από την ελληνική πολιτεία, λειτουργεί ως καλλιτεχνικός αυτοδιαχειριζόμενος χώρος. Με πολιτισμική και κοινωνική δράση, σύνδεση με τους κατοίκους της γειτονιάς αλλά και με άλλους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, καθώς και με ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής και της διεθνούς καλλιτεχνικής και ακαδημαϊκής κοινότητας, λειτουργεί ως πυρήνας καλλιτεχνικής δημιουργίας και πειραματισμού, αλλά και κοινωνικής αλληλεγγύης και πολιτικού ακτιβισμού, αντίθετος σε κάθε λογική εμπορευματοποίησης και αποκλεισμού, ως κοινό αγαθό για τη γειτονιά και την πόλη.

Στα πρόσωπα των δύο ηθοποιών δικάζεται το ίδιο το Εμπρός, η σωτηρία του οποίου είναι σημαντική σε μια εποχή που το κράτος αποδεικνύεται ανίκανο ή μάλλον απρόθυμο να στηρίξει υλικά τον πολιτισμό και τη δημιουργία κοινωνικών δομών.
Ήδη έχουν υπογραφεί δηλώσεις υποστήριξης και έχουν σταλεί επιστολές συμπαράστασης προς το ΕΜΠΡΟΣ από ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, ακαδημαϊκούς, διανοούμενους, καλλιτέχνες, πολιτικές οργανώσεις, συλλογικότητες, πολλούς φορείς και άτομα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. (αναλυτικά: http://embrostheater.blogspot.gr/2013/10/blog-post_31.html και http://www.gopetition.com/petitions/support-embros-society-and-culture-under-threat-in-greece.html).
.
Καθώς την Κυριακή 15 Ιουνίου στις 19.00 η Ανοιχτή Συνέλευση του Εμπρός είναι αφιερωμένη στη δίκη, καλούμε τις καλλιτεχνικές ομάδες, τις συλλογικότητες, τους φορείς και τα άτομα που έχουν συμμετάσχει στο Εμπρός κι έχουν παρουσιάσει το έργο τους στο χώρο αυτόν, να συμμετέχουν στη συνέλευση αλλά και να παρίστανται τη μέρα της δίκης στο δικαστήριο. Η υποστήριξή σας είναι ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση του εγχειρήματος του ΕΜΠΡΟΣ αλλά και για τους δύο συλληφθέντες ηθοποιούς.










Saturday, 8 March 2014

Μονηρά Χοσαϊνί / منیره حسینی




Κάθε βράδυ,
με ψεύτικα λουλούδια
"συναντάω" τον άντρα των ονείρων μου
ώρες μα ώρες
χορεύω με τα ψεύτικα μου πόδια.
μετά,
ανάμεσα στα σεντόνια, κρυμμένη,
φτιάχνω «κανονικά» παιδιά,
παιδιά,
που με τα κλάματα τους με ξυπνάνε,
εσύ,
συνέχεια φωνάζεις τη "κανονική" σου γυναίκα,
εγώ,
με το κανονικό μου μαχαίρι,
κομμάτια
κομμάτια
τον βγάζω έξω από τα όνειρα μου!

*Μονηρά Χοσαϊνί (Αφγανή ποιήτρια)
σε ελεύθερη μετάφραση του Nasim Lomani

هرشب
با گلی مصنوعی
به دیدار مردی خیالی می روم
ساعت ها
با پاهایی مصنوعی تر می رقصم
و بعداز سطري سانسورشده
«بچه هایی طبیعی می سازم»
بچه هایی
که با سروصدایشان بیدار می شوم
تو
مدام یک زن حقیقی را صدا می زنی
و من با چاقویی واقعی
تکه
تکه
او را از سینه ی خواب هایت بیرون می آورم


منیره حسینی

Design Dimitris Arvanitis / Δημήτρης Αρβανίτης



Friday, 7 March 2014

Κωστής Καρπόζηλος: Παγιδευμένοι στην ιστορία

Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται σαν ν’ ασχολούνται ν’ ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που έχει προϋπάρξει, σ’ αυτές ακριβώς τις εποχές της επαναστατικής κρίσης επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή, σεβάσμια μεταμφίεση και μ’ αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας. Έτσι ο Λούθηρος φόρεσε τη μάσκα του απόστολου Παύλου, η επανάσταση του 1789-1814 ντύθηκε διαδοχικά τη στολή της ρωμαϊκής δημοκρατίας και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η επανάσταση του 1848 δε βρήκε να κάνει τίποτα καλύτερο από το να παρωδήσει πότε το 1789 και πότε την επαναστατική παράδοση του 1793-1795. Έτσι κι ο αρχάριος που έμαθε μια ξένη γλώσσα τη μεταφράζει πάντα στη μητρική του και μόνον όταν αρχίσει να χειρίζεται την ξένη γλώσσα χωρίς να θυμάται τη μητρική του και μάλιστα να ξεχνά τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει να αφομοιώσει το πνεύμα της καινούριας γλώσσας και να δημιουργήσει σ’ αυτήν.
-Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη


Στις 27 Νοεμβρίου του 2013 ο Αλέξης Τσίπρας με ένα σύντομο κείμενο στον Guardian ανακοίνωσε ότι θα είναι υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την προεδρία της Κομισιόν.[1] Η επιλογή του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς φαντάζει λογική: ο Αλέξης Τσίπρας προέρχεται από τη χώρα που βρίσκεται στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπεί την κοινωνία που έχει υποστεί τις σοβαρότερες συνέπειες από την κρίση της Ευρωζώνης και συμβολίζει την αριστερά εκείνη που κατάφερε να αναδειχθεί σε υπολογίσιμο αντιπολιτευτικό πόλο έναντι των κυρίαρχων πολιτικών της λιτότητας. Με την υποψηφιότητα του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς φιλοδοξεί να προβάλει τη δυνατότητα διεξόδου από την κρίση της Ευρωζώνης σε μια εκλογική αναμέτρηση που θα λειτουργήσει ως πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα για το ίδιο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Η σύγκριση ανάμεσα στις ευρωεκλογές του 2009 και του 2014 υπογραμμίζει τις πυκνές ενδιάμεσες εξελίξεις που τροποποίησαν τους όρους διαβίωσης εκατομμυρίων πολιτών, αλλά κυρίως αποσταθεροποίησαν τις βεβαιότητες γύρω από την αέναη ανάπτυξη του δυτικού κόσμου στη μετά το 1973 εποχή. Το 2009 οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις για τον προσωρινό χαρακτήρα της κρίσης και οι προσδοκίες της επικείμενης επανόδου στην κανονικότητα είχαν διαμορφώσει ένα κυρίαρχο κλίμα αυτοπεποίθησης για τις προοπτικές και τις αντοχές της Ευρωζώνης. Ο πολιτικός χάρτης των Ευρωεκλογών αποτύπωνε την παγιωμένη κυριαρχία σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών, αφήνοντας μικρά περιθώρια για τις ριζοσπαστικές ή συντηρητικές αντιπολιτεύσεις στο κυρίαρχο ευρωπαϊκό αφήγημα. Σήμερα, ο κλυδωνισμός του ευρώ, του πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και η αδυναμία των κυρίαρχων πολιτικών να εγγυηθούν τη διέξοδο από τις πολιτικές της λιτότητας δημιουργούν πρόσφορους όρους για την απελευθέρωση φυγόκεντρων δυναμικών που έως τώρα είχαν «εθνικό» χρώμα. Συμπτωματικά, οι ίδιοι οι όροι της αναμέτρησης του Μαΐου του 2014 ενισχύουν την προοπτική αναδιάταξης του ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη, καθώς η Συνθήκη της Λισσαβόνας προωθεί τη δημιουργία πιο συνεκτικών ευρωπαϊκών σχηματισμών από τις χαλαρές ευρωκοινοβουλευτικές ομάδες. Στο έδαφος αυτό διαγράφεται η ανησυχητική ανάδυση ενός ισχυρού αντιδραστικού άξονα στον ευρωπαϊκό Βορρά, ο οποίος εκτείνεται από την παραδοσιακή άκρα δεξιά (Γαλλία) έως τις σύγχρονες εκδοχές του εθνικού ευρωσκεπτικισμού (Μ. Βρετανία).

Λίνα Μανουσογιαννάκη
Στον αντίποδα του αντιδραστικού ευρωσκεπτικισμού, το κείμενο του Αλέξη Τσίπρα επιχειρεί να τονίσει τη δυνατότητα μιας προοδευτικής εναλλακτικής πρότασης, η οποία θα μετασχηματίσει την αγανάκτηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε προοπτική διεξόδου από την κρίση. Παρ’ όλη την επιμονή στη δυνατότητα της αριστεράς να «φτιάξει μια καλύτερη Ευρώπη» το κείμενο αποτυγχάνει να περιγράψει αυτό το κινητοποιητικό όραμα. Ο λόγος που αποτυγχάνει δεν οφείλεται στην έλλειψη ριζοσπαστικότητας της ευρωπαϊκής αριστεράς ή στην κοινοτοπία των διατυπώσεων γύρω από τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης, αλλά στην αδυναμία του Αλέξη Τσίπρα να συνοψίσει πειστικά την εναλλακτική πρόταση με όρους ρήξης με το παρόν. Αντίθετα, ο πυρήνας του κειμένου εγκλωβίζεται σε μια παλινδρόμηση μεταξύ του ενοχλητικού παρόντος και του καθησυχαστικού παρελθόντος: «η Ευρώπη [μπορεί] να σταματήσει τη σοκαριστική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναμορφώνοντας το κράτος, αποκαθιστώντας την ανάπτυξη και δημιουργώντας υψηλής ποιότητας, σταθερές θέσεις εργασίας, με τις πρόνοιες που ιστορικά συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου». Αν ήταν ζήτημα διατύπωσης, δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Ο τόνος όμως του Αλέξη Τσίπρα αντιστοιχεί σε μία γενικευμένη επιστροφή της Ευρωπαϊκής αριστεράς στο παρελθόν. Παγιδευμένη στην ιστορία η ευρωπαϊκή αριστερά προσπαθεί να περιγράψει τη ρήξη με το παρόν καταφεύγοντας σε σχήματα ιστορικών αναλογιών και σκιαγράφησης του μέλλοντος μέσω του οικείου παρελθόντος. Στην τελευταία σύνοδο του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στη Μαδρίτη διαδοχικές αναφορές σε «ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ», σε «ένα νέο New Deal», στην «πρόταση διοργάνωσης ενός Ευρωπαϊκού Συνεδρίου για το Χρέος όπως αυτό του Λονδίνου του 1953» και η νοσταλγία του «Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου» φάνηκαν να επιβεβαιώνουν τον αστεϊσμό του Γιώργου Σταθάκη ότι το οικονομικό πρόγραμμα της αριστεράς είναι «η έκθεση Πόρτερ του 1947».

Οι συστηματικές αναφορές στο σχεδίου Μάρσαλ προσφέρονται για έναν παρενθετικό προβληματισμό σχετικά με την απροβλημάτιστη ενσωμάτωση της γενέθλιας πράξης του Ψυχρού Πολέμου στη ρητορική της ευρωπαϊκής αριστεράς. Ταυτόχρονα, στο πεδίο των εγχώριων εντυπώσεων είναι αξιοσημείωτη η βαθμιαία μεταβολή του παραδείγματος από το έμπλεο πάθους «νέο ΕΑΜ» του πρώιμου αντιμνημονιακού μετώπου στην κατά τι πιο διαχειριστική «έκθεση Πόρτερ». Τέλος, η αναβάθμιση του μεταπολεμικού κοινωνικού μοντέλου σε πρότυπο για τη μελλοντική έξοδο από την κρίση δημιουργεί μια τεράστια αντίφαση: η αριστερά του 21ου αιώνα εμφανίζεται να υπερασπίζεται μια παράδοση, τη στιγμή που έχουν οριστικά εκλείψει όλοι οι ιστορικοί παράγοντες που την είχαν καταστήσει δυνατή: τα συνεκτικά εργατικά συνδικάτα, η ηγεμονία του κεϋνσιανισμού, οι οικονομικοί όροι της μεταπολεμικής ανάπτυξης και η ύπαρξη μιας φαινομενικά ισοδύναμης εναλλακτικής πρότασης στην ευρωπαϊκή Ανατολή με κέντρο τη Μόσχα.




Λίνα Μανουσογιαννάκη

Όλα αυτά όμως παρά τη σημασία τους είναι επιμέρους ζητήματα μπροστά στο κύριο: τον εγκλωβισμό της αριστεράς στην ιστορία. Το πρόβλημα αυτό δεν αφορά κάποιες τάσεις ή πρόσωπα εντός της αριστεράς. Εκτείνεται από τις πιο διαχειριστικές της πτέρυγες, οι οποίες νοσταλγούν το απολεσθέν κοινωνικό συμβόλαιο που εξασφάλιζε την απρόσκοπτη κοινωνική τους ευημερία, έως τις πιο ριζοσπαστικές που ανασύρουν από τον ιστορικό τσελεμεντέ ανάλογες «στιγμές» –επιλέξτε ελεύθερα μεταξύ 1917, 1936, 1968, 1973 κ.ο.κ.– για να αναζητήσουν διδάγματα για το παρόν και να αντλήσουν έμπνευση για το μέλλον. 

* * *

Στη διαδρομή της αριστεράς μέσα στον χρόνο η επίκληση της ιστορίας αποτέλεσε κύριο στοιχείο ιδεολογικής –και ψυχικής– συγκρότησης. Η πεποίθηση ότι ο ιστορικός χρόνος εκδιπλώνεται γραμμικά προετοιμάζοντας μέσα από τις διαδοχικές «εποχές» την έλευση της επαναστατικής στιγμής, η οποία θα οριοθετούσε τη μετάβαση από την προϊστορία στην ιστορία της ανθρωπότητας, παρήγαγε μια εκθαμβωτική παράδοση εμπιστοσύνης στην ιστορική εξέλιξη.[2] Οι πολιτικές και κοινωνικές πρωτοπορίες του 19ου και του 20ού αιώνα στηρίχτηκαν στην αναμονή της ωρίμανσης των συνθηκών, της υπομονετικής προεργασίας για την ευλογημένη ώρα της ιστορικής ρήξης, της πίστης στον επικείμενο και προδιαγεγραμμένο κοινωνικό μετασχηματισμό που αντιστοιχούσε σε επιστημονικά θεμελιωμένα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης. Οι απολογίες των επαναστατών στα παγκόσμια στρατοδικεία, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, αποτυπώνουν τη βαθιά πίστη στην ιστορία: τη βεβαιότητα ότι οι θυσίες, και οι ήττες, του παρόντος συνιστούν το προανάκρουσμα της νομοτελειακής επιτάχυνσης του ιστορικού χρόνου. Οι ακροτελεύτιες λέξεις της απολογίας του Φιντέλ Κάστρο το 1953, «καταδικάστε με. Δεν έχει σημασία. Η Ιστορία θα με δικαιώσει», συμπυκνώνουν τον κινητοποιητικό ρόλο της ιστορίας στη συγκρότηση του επαναστατικού βολονταρισμού και την πεποίθηση των επαναστατών ότι η εμπρόθετη δράση τους επιτάχυνε την ατμομηχανή της ιστορίας προς τον επιθυμητό, και αντικειμενικά αναπόδραστο, στόχο.

Οι παρατηρήσεις αυτές όσο και αν φαντάζουν έκκεντρες προσφέρουν τη δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω σε έναν καθοριστικό μετασχηματισμό: η αριστερά του 21ου αιώνα περιγράφει το μέλλον όχι επικαλούμενη πλέον τη νομοτέλεια της ιστορίας, αλλά αντιστρόφως μέσα από τη νοσταλγία του παρελθόντος. Τι έχει μεσολαβήσει; Αναμφίβολα μια πρώτη απάντηση εδράζεται στη χειραφέτηση της αριστεράς από τις αδήριτες βεβαιότητες γύρω από την ιστορική εξέλιξη όπως είχαν διαμορφωθεί, και διαστρεβλωθεί, μέσα στον 20ό αιώνα. Η χειραφέτηση αυτή υπήρξε κύριο παρεπόμενο του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης όχι μόνο απονομιμοποίησε τις βεβαιότητες της δογματικής αριστεράς, αλλά συμπαρέσυρε τις ανάλογες των εναλλακτικών, αντιπολιτευτικών ρευμάτων που προσέβλεπαν σε μια νέα επαναστατική διαδικασία και για τον λόγο αυτόν χαιρέτιζαν με ενθουσιασμό κινήματα όπως της Αλληλεγγύης στην Πολωνία. Το 1991, το τελευταίο έτος του 20ού αιώνα, εκτός από τις ορατές πολιτικές συνέπειες για την αριστερά, οριοθετεί και το τέλος των προσδοκιών γύρω από τη νομοτελειακή ιστορική εξέλιξη των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Η αριστερά λοιπόν του 21ου αιώνα, απαλλαγμένη από το βάρος της ιστορικής προσδοκίας, φαίνεται να επανασυνδέεται με την καταχωνιασμένη ρήση του Μαρξ «η ιστορία δεν κάνει τίποτα». Αυτή η εξέλιξη που φαντάζει αρχικά χειραφετητική οδήγησε όμως σε έναν νέο, διαφορετικού τύπου, καταναγκασμό: αποστερημένη από την πίστη της νομοτελειακής εξέλιξης, η αριστερά αναζητά έμπνευση στην ιστορία με τη μορφή της νοσταλγίας για τον οριστικά απολεσθέντα παράδεισο, είτε με τη μορφή του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα είτε με τη μορφή του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους που μας διαμόρφωσε – βιολογικά, ψυχολογικά και διανοητικά.


Δεν πρόκειται για ζήτημα επαναστατικότητας ή ρεφορμισμού. Πρόκειται για το αδιέξοδο της ριζοσπαστικής σκέψης, η οποία αδυνατεί να φανταστεί το μέλλον με όρους ριζικά διαφορετικούς από αυτούς εντός των οποίων διαμορφώθηκε. Η αριστερά μετά το 1989/1991 αποδέχτηκε ότι ο ρόλος της θα εξαντλείται στην άρθρωση κοινωνικής κριτικής από την άκρη του πολιτικού φάσματος και ικανοποιήθηκε –στην εγχώρια εκδοχή της– από την επαρκή κοινωνική και εκλογική της αναπαραγωγή. Σε μια εποχή περιορισμένων προσδοκιών, η ενατένιση του μέλλοντος μετατράπηκε σε μια χιλιαστική προφητεία, η οποία εξυπηρετούσε τη συνοχή των χαρούμενων πιστών, παρότι ακόμα και οι ίδιοι στο περιθώριο της επίσημης κομματικής ρητορικής κορόιδευαν μεταξύ τους τη μεταφυσική πλέον αναμονή της «επαναστατικής στιγμής». Το «σύντροφοι, ευτυχώς ηττηθήκαμε» δεν αφορούσε μόνο τους πολυάριθμους «πρώην», αλλά διαπερνούσε την ίδια την ανασυγκρότηση των υπολειμμάτων τις ιστορικής εμπειρίας του 20ού αιώνα.


Λίνα Μανουσογιαννάκη

Η παροντική κρίση, και η εν γένει αμφισβήτηση της ηγεμονίας που διαμορφώθηκε μετά το 1991, αιφνιδίασε την αριστερά και εντέλει επιβεβαίωσε τη λαϊκή ρήση «να προσέχεις τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να σου συμβεί». Τα μεγάλα γεγονότα ήρθαν, αποκαλύπτοντας όμως ταυτόχρονα τις ανεπάρκειες της αριστεράς στο ερώτημα ενός εναλλακτικού πολιτικού προγράμματος. Η αριστερά του 21ου αιώνα εμφανίζεται σήμερα να περιγράφει την κρίση ως ιστορικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού και την ίδια στιγμή να υπονοεί τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα που διαμόρφωσε το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Η αντίφαση αυτή υποσκάπτει τη δυνατότητα προβληματισμού και διατύπωσης οραματικών στόχων που θα υπερβαίνουν τη στενή διαχείριση, πάνω στις ταυτόχρονες μεταβάσεις και τους μετασχηματισμούς του κυρίαρχου οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα ριζοσπά
στης για να αναρωτηθεί κατά πόσο βρισκόμαστε εντός του τέλους μιας ιστορικής εποχής. Τον Ιούλιο του 2013 το περιοδικό New York παρουσίασε στο ευρύ κοινό τις σκέψεις ενός γηραιού οικονομολόγου, ονόματι Robert Gordon, ο οποίος ισχυρίζεται ότι βιώνουμε το οριστικό τέλος της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης, καθώς καμία τεχνολογική ή άλλη μεταβολή εξέλιξη δεν μπόρεσε να ανανεώσει την ασθμαίνουσα δυναμική του δυτικού καπιταλισμού. Με τα λόγια του αρθρογράφου: «Η πρώτη και η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ποιος μπορεί λοιπόν να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι θα συμβεί ξανά κάτι ανάλογο; Η ύφεση επομένως της παγκόσμιας οικονομίας την οποία βιώνουμε από το 2008 ίσως να μην είναι απλώς το αποτέλεσμα της φούσκας των ακινήτων ή της ακραίας περιπλοκότητας και της υπερεπέκτασης των χρηματοπιστωτικών αγορών, ή το γενεακό τραύμα που προκαλεί η συνταξιοδότηση των baby boomers, αλλά αντίθετα μια μικρή πρόγευση μιας πολύ ευρύτερης μεταβολής, η αργή εκπνοή ενός γεγονότος μοναδικού στην ιστορία. Ίσως η σπασμωδική ανάκαμψή μας μετά την κρίση να μη συνιστά απόκλιση».[3]

Το ερώτημα κατά συνέπεια της εποχής μας δεν είναι κατά πόσο η αριστερά είναι ικανή να περιγράψει τις συνέπειες της κρίσης –μια τακτική που έχει εξαντλήσει το ενδιαφέρον της, εφόσον άπαντες συμφωνούν– αλλά κατά πόσο θα μπορέσει να συνταιριάξει τη χειραφέτησή της από τις νομοτελειακές αναμονές του μέλλοντος με τη σκιαγράφηση ενός μέλλοντος ριζικά διαφορετικού από τις παρούσες συνθήκες. Πρόκειται για μια σύνθεση εξαιρετικά δύσκολη, η οποία προσκρούει σε υπαρκτές αδυναμίες, παραδόσεις ετών και κυρίως στον δυσεπίλυτο κόμπο από τη σύζευξη του ουτοπικού εγχειρήματος και της δυστοπικής εξέλιξης του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα όμως είναι η αναγκαία συνθήκη για μια αριστερά η οποία θα μπορεί να παράξει εκείνο το κινητοποιητικό όραμα που αναγνωρίζει το βάθος των μετασχηματισμών και αναγνωρίζει σε αυτούς τη δυνατότητα ενατένισης ενός ριζικά διαφορετικού μέλλοντος. Η υπόθεση αυτή δεν αφορά αποκλειστικά τις ηγεσίες και τους υπάρχοντες σχηματισμούς της αριστεράς. Οι μυλόπετρες της συνείδησης –το παρελθόν και το παρόν– έχουν μέχρι στιγμής γεννήσει έναν κατακερματισμένο γαλαξία κοινωνικής κριτικής αποδεσμευμένο από τις απαιτήσεις των κανονιστικών εγχειριδίων, των στρατεύσεων που δεν φαίνεται να παράγουν νόημα και των μεγαλόστομων διακηρύξεων που συγκινούν μόνο τους αφελείς. Τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της γενιάς της μετάβασης, που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις συνέπειες της κρίσης, έχουν παραμερίσει τη νοσταλγία του παρελθόντος, την προσκόλληση στα τοτέμ του κινήματος και την αφόρητη ρητορική για τα «όνειρα» που χάνονται στους καιρούς της ύφεσης. Με τον τρόπο της και αυτή η στάση είναι παγιδευμένη στην ιστορία, καθώς αντικαθιστά τη νοσταλγία του παρελθόντος με την επίγνωση της ιστορικής ήττας του χειραφετητικού οράματος. Η προκαταβολική απαξίωση του μέλλοντος και η κυνική υποτίμηση των δυνατοτήτων του –η δημοφιλία του νεολογισμού «σταλεγάκιας» στις τάξεις μας είναι ενδεικτική– παράγει μια παραλυτική καθήλωση με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις.[4] Και όμως. Η ανασύνθεση της ουτοπικής σκέψης του 21ου αιώνα έχει μάλλον περισσότερα να κερδίσει από τον σκεπτικισμό έναντι της ιστορίας, παρά από τη διαρκή αναπόλησή της. Αρκεί οι φιλοδοξίες των σκεπτικιστών να μην περιορίζονται στην επιβεβαίωση των δυσοίωνων προβλέψεών τους.

* * *

Σημειώσεις

1. Alexis Tsipras, «Austerity is wreaking havoc, but the left can unite to build a better Europe», εφ. The Guardian, 27.11.2013.^
2. Για το θέμα: Αντώνης Λιάκος, Αποκάλυψη, Ιστορία και Ουτοπία: οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, Πόλις, Αθήνα 2011.^
3. Benjamin Wallace-Wells, «The Blip», New York, 21.7.2013.^
4. Βλ. Αιμόφιλος Τ. Ινφλουέντζας, Ξερόλας vs. Σταλεγάκια, http://aimof.blogspot.com/2008/03/jer.html.^

[Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΛΕΥΓΑ, 13, Χειμώνας 2014, http://www.levga.gr/2014/02/blog-post_17.html

Thursday, 13 February 2014

Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι τα νέα σύνορα ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου





Oι εκατοντάδες νεκροί στη Λαμπεντούζα, τον Οκτώβριο του 2013, ήταν ένα σοκ για τις ευρωπαϊκές συνειδήσεις. Έφεραν με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο τις «παράπλευρες απώλειες» σε ανθρώπινες ζωές που συνεπάγονται οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις προκλήσεις που θέτουν κάποια κεφαλαιώδη διακυβεύματα της εποχής μας: ο έλεγχος των συνόρων, όταν η ίδια η έννοια του συνόρου απεδαφικοποιείται, ρευστοποιείται και καθίσταται προβληματική, η επιδίωξη της ασφάλειας ως de facto φαλκίδευση των ελευθεριών, η διολίσθηση του ιδεώδους της δημοκρατικής πολιτείας σε κρατικές και διακρατικές πρακτικές έκτακτης ανάγκης και καταστάσεων εξαίρεσης, τέλος η προϊούσα έκπτωση της θεμελιώδους, για τη Δύση τουλάχιστον, έννοιας των «Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Η τραγωδία της Λαμπεντούζα έγινε η απαρχή για να ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση στην οποία αναγκάσθηκαν να πάρουν θέση, ανεξάρτητα αν αυτή ήταν προσχηματική ή σχετικά ειλικρινής, πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες και άλλοι θεσμικοί παράγοντες. Ταυτόχρονα, αναζωπυρώθηκε ένα κίνημα, από την Ιταλία ώς τη Γερμανία και σε όλη σχεδόν την  ευρωπαϊκή ήπειρο, που επιμένει να αναδεικνύει τη στάση απέναντι στο «μεταναστευτικό» ως ένα κρίσιμο και αποφασιστικό διακύβευμα για το μέλλον της ίδιας της δημοκρατίας, σε Δύση και Ανατολή, σε Βορρά και Νότο. 




Το ελληνικό Φαρμακονήσι, στ’ ανοιχτά της Λέρου, τον Ιανουάριο του 2014, όπου έχασαν τη ζωή τους 11 άνθρωποι, 8 παιδιά και 3 γυναίκες, φαίνεται ότι δυσκολεύεται να πολιτογραφηθεί ως απαρχή προβληματισμού για την ελληνική “κοινή γνώμη”: “τραγωδία” σύμφωνα με την τρέχουσα δημοσιογραφική διατύπωση, “έγκλημα” σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες που θρηνούν τα θύματά τους, “ατύχημα” σύμφωνα με την εκδοχή των φερόμενων ως αυτουργών ανδρών του Λιμενικού Σώματος και της πολιτικής ηγεσίας τους. Κι όμως, είναι κοινό μυστικό ότι το Φαρμακονήσι αποτελεί την απολύτως προβλέψιμη συνέχεια μιας πολιτικής της οποίας το success story πιστώνεται με πλήθος πτώματα στα ναρκοπέδια του Έβρου, πνιγμένους στα νερά του Αιγαίου και έγκλειστα σε συρματοπλέγματα ζωντανά κορμιά στα περίφημα “κέντρα κράτησης” –ευφημιστικός νεολογισμός για τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στην Αμυγδαλέζα κι αλλού στην ελληνική επικράτεια, καθώς και σε αυτά που ετοιμάζονται εντός κι εκτός συνόρων προσεχώς.





Στις 7 Φεβρουαρίου του 2014, η Αφγανική Κοινότητα της Αθήνας διοργάνωσε μια ειρηνική εκδήλωση στη μνήμη των θυμάτων του “ναυαγίου” στο Φαρμακονήσι μπροστά στη Βουλή των Ελλήνων. Εξωτικοί συμπολίτες μας, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, κρατώντας κεριά κι απλά φύλλα χαρτιού με λίγα λόγια γραμμένα στη γλώσσα μας, στη γλώσσα τους και στα αγγλικά, απαίτησαν με σεμνότητα δυσανάλογη προς το μέγεθος του πένθους τους να αποδοθεί δικαιοσύνη στους νεκρούς, να ανευρεθούν οι σωροί τους και να τιμωρηθούν οι φυσικοί αυτουργοί και οι άλλοι υπεύθυνοι για την νέα τραγωδία στα νερά του Αιγαίου.

Αν η εύγλωττη χειρονομία του σωσμένου από τον θάνατο μάς επιβάλλει να ξανασκεφθούμε την ίδια τη ζωή μας, δεν αρκεί να αναλωνόμαστε σε εκδηλώσεις ηθικού αποτροπιασμού απέναντι στη βία που ασκείται στους τόσο διαφορετικούς όμοιούς μας, ούτε να επιβεβαιώνουμε αυτάρεσκα τα φιλάνθρωπα αισθήματά μας απέναντι στον αναξιοπαθούντα Άλλο, βολεύοντας τις όποιες ενοχές μας σε “συμβολικές” χειρονομίες: τα κεριά των Αφγανών συμπολιτών μας στο Σύνταγμα δεν ήταν ρεσώ μηντιακής «κοινωνίας πολιτών».


Λίγη πληροφόρηση και εγρήγορση για τα τεκταινόμενα στη χώρα μας και στην Ευρώπη σχετικά με αυτούς τους ανοικονόμητους συμπολίτες μας, που τους αποκαλούν «λαθραίους» οι λαθρεπιβήτορες της κάθε εξουσίας και μαθητευόμενοι μάγοι της θανατοπολιτικής,  αυτούς που επιμένουν να περνούν σύνορα ρισκάροντας τις ζωές τους, και γίνονται οι ίδιοι τα νέα, ζωντανά, κινούμενα σύνορα του καιρού μας
: αυτό είναι το στοίχημα που βάζει το Εμπρός το Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου 2015, με τη διοργάνωση της ημερίδας "ΛΑΜΠΕΝΤΟΥΖΑ, ΦΑΡΜΑΚΟΝΗΣΙ, ΑΘΗΝΑ
Πολιτικές ελέγχου των μεταναστευτικών ροών, δικαιώματα, αλληλεγγύη"








Friday, 24 January 2014

Στον αντίποδα των γεγονότων


Οι γόνοι της θανατοπολιτικής 
και τo εθνικό μας ναυάγιο


 «Το συμβάν είναι αυτό που απουσιάζει από τα γεγονότα,
αλλά με βάση το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί η αλήθεια τους
».

-Αλαίν Μπαντιού, 
Η πολιτική και η λογική του συμβάντος.

photo: Dimitris Cosmidis



Στο μενού της «πολιτικής» γεγονοτολογίας των ημερών δεσπόζει το Β-movie του επαπειλούμενου μεγάλου τρομοκρατικού πλήγματος, το οποίο απεργάζεται ο βετεράνος της «17 Νοέμβρη» Χριστόδουλος Ξηρός και τα τσικό των «Πυρήνων της Φωτιάς» (μια υπερπαραγωγή του εγχώριου Bollywood), τα αναπόφευκτα «οικονομικά» σκάνδαλα, στο στάδιο πλέον της δικαστικής διερεύνησης, η τιτάνια προσπάθεια των 58 plus για τη συγκρότηση «κεντροαριστερού» φορέα, η «δημοσκοπική» άνοδος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (Τα εισαγωγικά στις λέξεις που αναφέρονται στην τρομοκρατία, την πολιτική, την οικονομία, την κεντροαριστερά και τις δημοσκοπήσεις ας εκληφθούν ως ενδείκτες ευφημισμού).

Στον αντίποδα αυτών των γεγονότων που συμφύρονται στους καθοδικούς σωλήνες των τηλεοπτικών μας δεκτών και των ευφήμων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κι ενώ ελικόπτερα πηγαινοέρχονται αδιαλείπτως στον αττικό ουρανό για να μας υπενθυμίσουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ελληνικής προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα ναυάγιο στοιχειώνει τον γεγονοτολογικό μας ορίζοντα. Είναι άραγε ο θάνατος δώδεκα «λαθραίων» ανθρώπων, τριών γυναικών και εννέα νηπίων, αυτό που σκιάζει την προφάνεια των γεγονότων
; Είναι μήπως η προσθήκη μιας ακόμη λαμπρής σελίδας στο  success story της μεταναστευτικής πολιτικής της «κυβέρνησης» Σαμαρά-Βενιζέλου, αυτό που αμαυρώνει τις φιλελεύθερες αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα περίφημα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όπως καταγγέλλουν διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις και φορείς; Ήταν ατύχημα ή εγκληματική πράξη; Κι αν πρόκειται για  έγκλημα, για τι είδους έγκλημα μιλάμε, στιγμιαίο ή διαρκές, διά παραλείψεως ή εκ προθέσεως, κολάσιμο ή μη;

«Στα νερά της Λέρου, στον πάτο του Αιγαίου, χτίζεται η ασφάλεια του κάθε Ευρωπαίου», φωνάζαμε κάποιοι ευάριθμοι στο λιμάνι του Πειραιά, το πρωί της Πέμπτης, 23 Ιανουαρίου, κατά την υποδοχή των επιζησάντων από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι, τη δική μας Λαμπεντούζα. Με το άνοιγμα της μπουκαπόρτας του πλοίου, τα βλέμματά μας αναζητούσαν επίμονα, ανάμεσα στους ταξιδιώτες, τους μάρτυρες της τραγωδίας
: κι όταν ξεπρόβαλε η μικρή πομπή των «λαθραίων» ανθρώπων από το Αφγανιστάν και τη Συρία -κάποιοι με βρέφη στην αγκαλιά-, αντικρίσαμε πρόσωπα βουβά, συντετριμμένα, στόματα που δυσκολεύονταν να ψελλίσουν κάποιες φράσεις στις εξωτικές λαλιές τους, που πνίγονταν από την εσωτερική ταραχή και τη νωπή μνήμη των πνιγμών. Κι όμως μίλησαν, άνθρωποι που έχασαν ολόκληρες οικογένειες, γυναίκες και παιδιά, με όλη την ευγλωττία που επιτρέπει η πρόσφατη γεύση του θανάτου«Οι λιμενικοί τους πέταξαν στη θάλασσα, αναποδογυρίζοντας το πλοιάριο και τους έβριζαν. [...] Προσπαθούσαν ν’ ανέβουν στο σκάφος του λιμενικού και οι λιμενικοί τους χτυπούσαν με τα όπλα τους για να πέσουν πάλι στη θάλασσα. [...] Οι λιμενικοί με εμπόδισαν να ρίξω σωσίβιο στην θάλασσα την ώρα που πνίγονταν οι δικοί μου. [...] Οι λιμενικοί αντί να βοηθήσουν όσους πνίγονταν τραβούσαν βίντεο».

Κι ήλθε η απάντηση από υπεύθυνα χείλη, διά στόματος
κυρίου Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, αρμοδίου Υπουργού Ανέμων και Υδάτων, μαζί με οδηγίες προς ναυτιλομένους: «Ήταν ακυβέρνητο το σκάφος. […] Έσπευσε εν μέσω θαλασσοταραχής σκάφος του λιμενικού για να μπορέσει να το ρυμουλκήσει. Έπεσε μια γυναίκα κι ένα παιδί στη θάλασσα, γυρίσανε οι μετανάστες όλοι προς αυτή την πλευρά με συνέπεια να τουμπάρει το σκάφος, η γυναίκα και το παιδί. Άλλοι διασώθηκαν, αλλά άλλοι χάθηκαν. […] Δεν ισχύει καθόλου, ότι ρυμουλκούσαμε το σκάφος προς τις τουρκικές ακτές, φαίνεται και από τα στίγματα. […] Ο Μούιζινιεκς [σ.σ επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης] και διάφοροι άλλοι θέλουν να προκαλέσουν πολιτικό θέμα στην Ελλάδα. Κανένας ούτε από το ΠΑΣΟΚ ούτε από το ΣΥΡΙΖΑ έχει έρθει για να ενημερωθεί». Και ως κατακλείδα: «Δεν μπορούν όλα αυτά να αποτελούν αντικείμενο χαζής εκμετάλλευσης, δεν πιστεύω ότι κανείς θέλει να ανοίξουμε τις πύλες και όλοι οι μετανάστες να απολαμβάνουν άσυλου στη χώρα». Ούτε καν ένα φύλλο συκής δεν επιχείρησε να εξασφαλίσει  ο πολιτικός ανήρ και γόνος του κομματικού σωλήνα, ούτε καν μια Ένορκη Διοικητική Εξέταση δεν έκρινε σκόπιμο να διατάξει εγκαίρως, προκειμένου να σωθούν, in extremis έστω, τα προσχήματα.

Αλλά ακόμη πιο εύγλωττα είχε μιλήσει, σε ανύποπτο χρόνο,
τον Απρίλιο  του 2011, ένας άλλος γόνος, του νεοφασιστικού σωλήνα αυτή τη φορά, ο υιός του ιδρυτή της οργάνωσης «4η Αυγούστου» Κωνσταντίνου Πλεύρη, Θάνος Πλεύρης, τότε βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ, νυν σύμβουλος του Υπουργού Εθνικής Υγείας και Φρονημάτων,  Αδώνιδος Γεωργιάδη. Αναφερόμενος στον ιό του Ισλάμ που επιχειρεί ύπουλα να μολύνει την Ευρώπη περνώντας μέσα από την Ελλάδα, ο προαναφερθείς Θανασάκης είπε και ελάλησεν«Φύλαξη των συνόρων δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να υπάρχουν απώλειες. Και για να γίνω κατανοητός, εάν δεν υπάρχουν νεκροί. [...] Όταν θα έρθεις εδώ, όχι κοινωνική παροχή θα έχεις, δεν θα μπορείς να φας, δεν θα μπορείς να πιεις, δεν θα μπορείς να πας σε νοσοκομείο, και θα λες στους άλλους στο Πακιστάν εδώ πέρα περνάμε χειρότερα απ’ ό,τι στο Πακιστάν.  Αν δεν περνάνε χειρότερα θα έρχονται. Πρέπει να περνάνε χειρότερα. Η ζωή τους, η κόλαση, θα φαντάζει παράδεισος σ’ αυτό που ζούνε εδωπέρα» (το σχετικό video εδώ).

Αμ
 έπος, αμ’ έργον! Όπως περιγράφει η Μ. Κατσιβέλη, από τους ανθρώπους που κινητοποιήθηκαν στη Λέρο για να προσφέρουν ρούχα και φροντίδα στους διασωθέντες από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι, «μετά την αρχική φιλοξενία σε πανσιόν, κατόπιν κρατήθηκαν για περίπου 30 ώρες σε κρατητήριο [...] ήταν συγκλονιστικό να βλέπεις κάτω στο τσιμέντο αυτούς τους ανθρώπους που είχαν χάσει μέλη των οικογενειών τους. [...] Οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονταν ψυχολογική υποστήριξη, όχι κρατητήριο. Οσο για τα εισιτήριά τους για να μεταβούν στον Πειραιά, κανείς κρατικός φορέας δεν ενδιαφέρθηκε, και τελικά απευθυνθήκαμε στην "Αλληλεγγύη για όλους" που ανταποκρίθηκε άμεσα».

Η θερμή ελληνική κρατική φροντίδα για τους επιζήσαντες εκδηλώθηκε και σήμερα, Παρασκευή, στην Αθήνα
: Ένας από τους ναυαγούς βγήκε στην Ομόνοια, μαζί με τον πρόεδρο της Αφγανικής Κοινότητας, να πάρει τσιγάρα, και αστυνομικός τον σταμάτησε ζητώντας του χαρτιά. Παρά τις σχετικές εξηγήσεις, ακολούθησε προσαγωγή στο τμήμα Ομονοίας.

Βεβαίως στην επιτέλεση αυτής της εθνοσωτήριας αποστολής έχει μεγαλουργήσει η μέχρι πρότινος τελούσα στο απυρόβλητο Χρυσή Αυγή. Όμως ποιος μίλησε για ασυνέχεια κράτους και παρακράτους όταν έχουμε να κάνουμε με τόσο επείγοντα εθνικά θέματα
; Πόσω μάλλον όταν άπτονται καίριων ζητημάτων ευρωπαϊκής ασφάλειας. Νομικοί πολιτισμοί, διεθνείς συμβάσεις για τους πρόσφυγες, Συμβούλια της Ευρώπης, ανθρώπινα δικαιώματα, αποδεικνύονται χάρτινες βαρκούλες για τους εγχώριους ανθυποσεκιουριτάδες της FRONTEX που παριστάνουν τους άγρυπνους ακρίτες και βιγλάτορες του απειλούμενου Ευρωφρουρίου.

 Όσο η κατάσταση εξαίρεσης και το κράτος έκτακτης ανάγκης παγιώνεται, τα Φαρμακονήσια της θανατοπολιτικής θα συνεχίσουν να δολοφονούν ανθρώπους. Μαζί όμως με τις ανθρώπινες ζωές, πεθαίνει και η πολιτική, όσο αυτή ενδίδει στη φενάκη των «γεγονότων», στην τυραννία της επικρατούσας γεγονοτολογίας. Ναι, το συμβάν, το μόνο ίσως δυνατό μέτρο αποτίμησης της αλήθειας, φαίνεται να απουσιάζει. Kι όμως, για να θυμηθούμε τον Σπινόζα, τον ενάρετο εραστή της αληθούς φιλοσοφίας, «το αληθές είναι δείκτης του εαυτού του, όπως επίσης της πλάνης». 

Χθες, στο λιμάνι του Πειραιά, ένας ανώνυμος Αφγανός που επέζησε από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι, είπε απλά και καθαρά μπροστά στις κάμερες
«το μόνο που ζητάμε είναι να βρεθούν οι νεκροί μας». Πριν λίγες μέρες, ο Πακιστανός Χαντίμ Χουσείν, μιλώντας στα Άνω Πετράλωνα, εκεί όπου έπεσε νεκρός από τις μαχαιριές των Χρυσαυγιτών ο γιος του, Σαχζάτ Λουκμάν, ζήτησε δημόσια ένα και μόνο πράγμα: Δικαιοσύνη. Άραγε ποιο Δίκαιο και ποιος Νόμος, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, θα διασώσει το δίκιο της Αντιγόνης, αψηφώντας το άδικο του Κρέοντα;



photo: Dimitris Cosmidis

Tuesday, 21 January 2014

Giorgio Agamben: Μετανοείτε!


Για τι πράγμα μετανοούν οι Ιταλοί; Πρώτα άρχισαν να μετανοούν μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών και μαφιόζοι, κι έκτοτε έχουμε γίνει μάρτυρες μιας ατέρμονης παρέλασης από αγριωπά πρόσωπα με ακλόνητες πεποιθήσεις, πρόσωπα αποφασισμένα μέσα στην αμφιταλάντευσή τους. Κάποτε, στην περίπτωση των μαφιόζων, το πρόσωπο μένει στη σκιά, έτσι ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, και –σάμπως μέσα από φλεγόμενη βάτο– ακούγεται "μόνο μια φωνή”. Αυτή η υποχθόνια φωνή που βγαίνει από τη σκιά είναι το κάλεσμα της συνείδησης στις μέρες μας, λες και η εποχή μας δεν γνωρίζει καμία άλλη ηθική εμπειρία έξω από τη μετάνοια. Κι όμως, εδώ ακριβώς είναι που προδίδεται η ασυνέπειά της. Διότι η μετάνοια είναι η πιο ύποπτη από τις ηθικές κατηγορίες, και δεν είναι καν βέβαιο ότι συγκαταλέγεται στις αυθεντικές ηθικές έννοιες. Είναι γνωστή η  αποφασιστική χειρονομία του Σπινόζα να αρνηθεί στη μετάνοια κάθε δικαίωμα πολιτογράφησης στην Ηθική του: όποιος μετανοεί, λέει ο Σπινόζα, είναι διπλά επαίσχυντος: πρώτον επειδή έχει διαπράξει κάτι για το οποίο θα ’πρεπε να ‘χει μετανιώσει, και δεύτερον γιατί έχει μετανιώσει. Αλλά η μετάνοια, από τη στιγμή που διεισδύει δυναμικά στο δόγμα και την ηθική του καθολικισμού, εμφανίζεται ήδη ως πρόβλημα. Πράγματι, πώς μπορεί να αποδειχθεί η γνησιότητα της μετάνοιας; Εδώ, οι Καθολικοί χωρίστηκαν στα δύο, με τον Πέτρο Αβελάρδο από τη μια, σύμφωνα με τον οποίο το μοναδικό προαπαιτούμενο ήταν η “συντριβή της καρδίας”, και από την άλλη  τους οπαδούς των Κανόνων της Μετανοίας [που διέπουν το μυστήριο της εξομολόγησης και ορίζουν τα σχετικά επιτίμια], για τους οποίους δεν ήταν τόσο σημαντική η ανεξιχνίαστη εσωτερική προδιάθεση του μετανoούντος, όσο η αδιαμφιβήτητη επιτέλεση εξωτερικών πράξεων μετανοίας. Το όλο ζήτημα εγκλωβίστηκε σ’ ένα φαύλο κύκλο: οι εξωτερικές πράξεις έπρεπε να πιστοποιούν τη  γνησιότητα της μετάνοιας και η εσωτερική συντριβή έπρεπε να εγγυάται την ειλικρίνεια των έργων.  Είναι η ίδια λογική που διέπει τις δίκες των ημερών μας, όπου εγγύηση για την ειλικρινή μεταμέλεια κάποιου είναι η καταγγελία των συντρόφων του, και όπου η εσωτερική μετάνοια αποτελεί εγγύηση για την αξιοπιστία της καταγγελίας.

Άλλωστε, το γεγονός ότι η μετάνοια έχει καταλήξει στις αίθουσες των δικαστηρίων δεν είναι τυχαίο. Η αλήθεια είναι ότι η μετάνοια αυτοπαρουσιάζεται εξαρχής ως ένας αμφιλεγόμενος συμβιβασμός ανάμεσα στην ηθική και το νόμο. Βοηθούσης της μετανοίας, μια θρησκεία που τα 'χει ήδη βρει μέσες άκρες με την κοσμική εξουσία επιχειρεί, χωρίς να τα καταφέρνει, να δικαιολογήσει τον  συμβιβασμό της, εγκαθιστώντας μια σχέση ισοδυναμίας ανάμεσα στη μετάνοια και το επιτίμιο, ανάμεσα στο έγκλημα και την αμαρτία. Όμως δεν υπάρχει ασφαλέστερη μαρτυρία για την ανεπανόρθωτη χρεωκοπία κάθε ηθικής εμπειρίας από το να συγχέουμε τις ηθικοθρησκευτικές κατηγορίες με τις νομικές έννοιες. Σήμερα, οι ηθικολογούντες δεν έχουν στα χείλη τους παρά μόνο νομικές κατηγορίες, κι εκεί όπου θεσπίζονται νόμοι και διεξάγονται δίκες, η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις ηθικές έννοιες θυμίζει, αντίθετα, το τσεκούρι που κραδαίνει ο ρωμαίος ραβδούχος.

Η σοβαροφάνεια με την οποία οι πολιτικοί σπεύδουν να χαιρετίσουν την εισαγωγή της μετάνοιας –ως αδιαμφισβήτητη πράξη συνείδησης– σε ποινικούς κώδικες και νόμους, αποτελεί τεκμήριο ακόμα μεγαλύτερης ανευθυνότητας. 
 Διότι, αν είναι όντως αξιολύπητος εκείνος που, εξωθούμενος από μια κάλπικη πεποίθηση, παίζει ολόκληρη την εσωτερική του εμπειρία σε μια ψευδή έννοια, ίσως υπάρχει ακόμα γι’ αυτόν κάποια ελπίδα. Όμως για τους ηθικολογούντες βαρόνους των ΜΜΕ και τους τηλεεισαγγελείς που έχουν χτίσει τις υπερφίαλες επιτυχίες τους πάνω στη δυστυχία του άλλου, γι’ αυτούς, όχι, δεν υπάρχει καμία απολύτως ελπίδα.
Giorgio Agamben [1996], "Σ’ αυτή την εξορία. Ιταλικό ημερολόγιο 1992-1994" [απόσπασμα], στο Μέσα χωρίς σκοπούς. Σημειώσεις πάνω στην πολιτική [Mezzi senza fine, Bollati Boringhicri editorc].


Wednesday, 15 January 2014

Giorgio Agamben: Κρίση, Ενοχή, Μεσσίας

Pen and watercolour of William Blake's A Vision of the Last Judgment, 1808.

H τιμωρία για όσους απομακρύνονται από την αγάπη είναι να παραδοθούν στην εξουσία της Κρίσεως: πρέπει να κρίνουν ο ένας τον άλλο.

Aυτό είναι το νόημα της κατίσχυσης του δικαίου στην εποχή μας: όλες οι άλλες εξουσίες, θρησκευτικές και ηθικές, έχουν χάσει την ισχύ τους και δεν επιβιώνουν παρά μόνο ως μείωση ή αναστολή της ποινής και σε καμία περίπτωση ως διακοπή ή άρνηση της κρίσεως. Έτσι, τίποτε δεν είναι πιο καταθλιπτικό από αυτή την άνευ όρων ισχύ των δικαιικών κατηγοριών σε έναν κόσμο όπου αυτές δεν απηχούν κανένα κατανοητό ηθικό περιεχόμενο: η ισχύς τους είναι πράγματι χωρίς νόημα, όσο ανεξιχνίαστη είναι, στην παραβολή του Κάφκα, και η έκφραση στο πρόσωπο του φρουρού του νόμου. Αυτή η απώλεια νοήματος, η οποία μετατρέπει και την επαρκέστερα αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση σε μια απαλλαγή λόγω αμφιβολιών (non liquet), έρχεται εκτυφλωτικά στο φως με τις ομολογίες του Μπετίνο Kράξι και των ισχυρών που μας κυβερνούσαν μέχρι χθες, τη στιγμή που πρέπει να παραδώσουν τη σκυτάλη σε άλλους, πιθανόν όχι καλύτερους από τους ίδιους. Διότι, εδώ, το να αναγνωρίσεις την ενοχή σου συνιστά αμέσως μια καθολική επίκληση της συνενοχής του καθενός απέναντι σε όλους τους άλλους, κι εκεί όπου όλοι είναι ένοχοι η κρίση είναι τεχνικά αδύνατη. (Ακόμη και ο Κύριος την Ημέρα της Κρίσεως θα απέφευγε να βγάλει απόφαση αν είχε να κάνει μόνο με καταδικασμένους). Εκεί, ο νόμος θα αποσυρόταν στην αρχέγονη προσταγή η οποία, σύμφωνα με την πρόθεση του Απόστολου Παύλου, εκφράζει την εσωτερική του αντίφαση: Ἔνοχος ἔσται!

Τίποτε δεν φανερώνει καλύτερα την οριστική έκπτωση της χριστιανικής ηθικής της αγάπης, ως δύναμης που ενώνει τα ανθρώπινα όντα, από αυτή την πρωτοκαθεδρία του δικαίου. Αλλά έτσι προδίδεται και η άνευ όρων εγκατάλειψη κάθε μεσσιανικής πρόθεσης εκ μέρους της Εκκλησίας του Χριστού. Και τούτο διότι ο Μεσσίας είναι η μορφή μέσα από την οποία η θρησκεία έρχεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα του νόμου, μέσα από την οποία θρησκεία και νόμος έρχονται σε τελική αναμέτρηση και λύνουν οριστικά τους λογαριασμούς τους. Στην πραγματικότητα, τόσο στον ιουδαϊσμό όσο και στον χριστιανισμό και το σιιτικό Ισλάμ, το μεσσιανικό συμβάν σηματοδοτεί πρωτίστως μια κρίση και μια ριζική μεταμόρφωση στην ίδια τη νομική τάξη της θρησκευτικής παράδοσης. Ο παλαιός νόμος (η Τορά της Δημιουργίας), που ήταν σε ισχύ έως τότε, παύει να είναι σε ισχύ· όμως, προφανώς, το ζήτημα εδώ δεν είναι να υποκατασταθεί ο παλαιός νόμος με έναν νέο, που θα περιλαμβάνει διαφορετικές, αλλά δομικά ομοιογενείς με τις προηγούμενες, εντολές και απαγορεύσεις. Εξ ου και τα παράδοξα του μεσσιανισμού, τα οποία εξέφρασε ο Σαμπετάι Σεβή με τη ρήση του «Η εκπλήρωση της Τορά είναι η παραβίασή της» ή ο Χριστός (πιο συγκρατημένα από τον Απόστολο Παύλο) με τη διατύπωση «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι [τὸν νόμον]».

Έχοντας καταλήξει σ' έναν διαρκή συμβιβασμό με το νόμο, η εκκλησία πάγωσε το μεσσιανικό συμβάν, παραδίδοντας έτσι τον κόσμο στην εξουσία της κρίσεως, την οποία, ωστόσο, η εκκλησία διαχειρίζεται πονηρά μέσω της άφεσης αμαρτιών, με συγχωροχάρτια, εξομολογήσεις και μετάνοιες. (Ο Μεσσίας δεν έχει ανάγκη από μια τέτοια άφεση: το «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προαναγγελία της μεσσιανικής εκπλήρωσης του νόμου). Το καθήκον το οποίο έχει αναθέσει ο μεσσιανισμός στη μοντέρνα πολιτική –να στοχαστούμε μια ανθρώπινη κοινότητα που δεν θα έχει (μόνο) τη μορφή του νόμου– εξακολουθεί να περιμένει τα μυαλά εκείνων που θα μπορούσαν να το αναλάβουν.

Giorgio Agamben [1996], "Σ’ αυτή την εξορία. Ιταλικό ημερολόγιο 1992-1994" [απόσπασμα], στο Μέσα χωρίς σκοπούς. Σημειώσεις πάνω στην πολιτική [Mezzi senza fine, Bollati Boringhicri editorc].