Για τι πράγμα μετανοούν οι Ιταλοί; Πρώτα άρχισαν να μετανοούν μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών και
μαφιόζοι, κι έκτοτε έχουμε γίνει μάρτυρες μιας ατέρμονης παρέλασης από αγριωπά
πρόσωπα με ακλόνητες πεποιθήσεις, πρόσωπα αποφασισμένα μέσα στην αμφιταλάντευσή
τους. Κάποτε, στην περίπτωση των μαφιόζων, το πρόσωπο μένει στη σκιά, έτσι ώστε
να μην είναι αναγνωρίσιμο, και –σάμπως μέσα από φλεγόμενη βάτο– ακούγεται
"μόνο μια φωνή”. Αυτή η υποχθόνια φωνή που βγαίνει από τη σκιά είναι το
κάλεσμα της συνείδησης στις μέρες μας, λες και η εποχή μας δεν γνωρίζει καμία
άλλη ηθική εμπειρία έξω από τη μετάνοια. Κι όμως, εδώ ακριβώς είναι που
προδίδεται η ασυνέπειά της. Διότι η μετάνοια είναι η πιο ύποπτη από τις ηθικές
κατηγορίες, και δεν είναι καν βέβαιο ότι συγκαταλέγεται στις αυθεντικές ηθικές
έννοιες. Είναι γνωστή η
αποφασιστική χειρονομία του Σπινόζα να αρνηθεί στη μετάνοια κάθε
δικαίωμα πολιτογράφησης στην Ηθική
του: όποιος
μετανοεί, λέει ο Σπινόζα, είναι διπλά
επαίσχυντος: πρώτον επειδή έχει διαπράξει κάτι για το οποίο θα ’πρεπε να ‘χει μετανιώσει,
και δεύτερον γιατί έχει μετανιώσει. Αλλά η μετάνοια, από τη στιγμή που
διεισδύει δυναμικά στο δόγμα και την ηθική του καθολικισμού, εμφανίζεται ήδη ως
πρόβλημα. Πράγματι, πώς μπορεί να αποδειχθεί η γνησιότητα της μετάνοιας; Εδώ, οι
Καθολικοί χωρίστηκαν στα δύο, με τον Πέτρο Αβελάρδο από τη μια, σύμφωνα με τον
οποίο το μοναδικό προαπαιτούμενο ήταν η “συντριβή της καρδίας”, και από την
άλλη τους οπαδούς των Κανόνων της Μετανοίας [που διέπουν το μυστήριο της
εξομολόγησης και ορίζουν τα σχετικά επιτίμια], για τους οποίους δεν ήταν τόσο σημαντική
η ανεξιχνίαστη εσωτερική προδιάθεση του μετανoούντος, όσο η αδιαμφιβήτητη
επιτέλεση εξωτερικών πράξεων μετανοίας. Το όλο ζήτημα εγκλωβίστηκε σ’ ένα φαύλο
κύκλο: οι εξωτερικές πράξεις έπρεπε να πιστοποιούν τη γνησιότητα της μετάνοιας και η εσωτερική
συντριβή έπρεπε να εγγυάται την ειλικρίνεια των έργων. Είναι η ίδια λογική που διέπει τις δίκες των ημερών μας, όπου εγγύηση για την ειλικρινή μεταμέλεια κάποιου είναι η
καταγγελία των συντρόφων του, και όπου η εσωτερική μετάνοια αποτελεί εγγύηση
για την αξιοπιστία της καταγγελίας.
Άλλωστε, το γεγονός ότι η μετάνοια έχει καταλήξει στις αίθουσες των δικαστηρίων δεν είναι τυχαίο. Η αλήθεια είναι ότι η μετάνοια αυτοπαρουσιάζεται εξαρχής ως ένας αμφιλεγόμενος συμβιβασμός ανάμεσα στην ηθική και το νόμο. Βοηθούσης της μετανοίας, μια θρησκεία που τα 'χει ήδη βρει μέσες άκρες με την κοσμική εξουσία επιχειρεί, χωρίς να τα καταφέρνει, να δικαιολογήσει τον συμβιβασμό της, εγκαθιστώντας μια σχέση ισοδυναμίας ανάμεσα στη μετάνοια και το επιτίμιο, ανάμεσα στο έγκλημα και την αμαρτία. Όμως δεν υπάρχει ασφαλέστερη μαρτυρία για την ανεπανόρθωτη χρεωκοπία κάθε ηθικής εμπειρίας από το να συγχέουμε τις ηθικοθρησκευτικές κατηγορίες με τις νομικές έννοιες. Σήμερα, οι ηθικολογούντες δεν έχουν στα χείλη τους παρά μόνο νομικές κατηγορίες, κι εκεί όπου θεσπίζονται νόμοι και διεξάγονται δίκες, η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις ηθικές έννοιες θυμίζει, αντίθετα, το τσεκούρι που κραδαίνει ο ρωμαίος ραβδούχος.
Η σοβαροφάνεια με την οποία οι πολιτικοί σπεύδουν να χαιρετίσουν την εισαγωγή της μετάνοιας –ως αδιαμφισβήτητη πράξη συνείδησης– σε ποινικούς κώδικες και νόμους, αποτελεί τεκμήριο ακόμα μεγαλύτερης ανευθυνότητας. Διότι, αν είναι όντως αξιολύπητος εκείνος που, εξωθούμενος από μια κάλπικη πεποίθηση, παίζει ολόκληρη την εσωτερική του εμπειρία σε μια ψευδή έννοια, ίσως υπάρχει ακόμα γι’ αυτόν κάποια ελπίδα. Όμως για τους ηθικολογούντες βαρόνους των ΜΜΕ και τους τηλεεισαγγελείς που έχουν χτίσει τις υπερφίαλες επιτυχίες τους πάνω στη δυστυχία του άλλου, γι’ αυτούς, όχι, δεν υπάρχει καμία απολύτως ελπίδα.
Giorgio Agamben [1996], "Σ’ αυτή την εξορία. Ιταλικό ημερολόγιο 1992-1994" [απόσπασμα], στο Μέσα χωρίς σκοπούς. Σημειώσεις πάνω στην πολιτική [Mezzi senza fine, Bollati Boringhicri editorc].
No comments:
Post a Comment