Monday, 30 December 2024

Giorgio Agamben: Εργασία και ζωή




 

Συχνά ακούμε να επαινείται το ιταλικό Σύνταγμα επειδή έχει θέσει ως θεμελιώδη αξία την εργασία.  Ωστόσο, όχι μόνο η ετυμολογία του όρου (labor υποδηλώνει στα λατινικά μια τιμωρία κι έναν επώδυνο μόχθο), αλλά και η χρήση του ως έμβλημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης (Arbeit macht Frei [η εργασία απελευθερώνει] ήταν γραμμένο στην πύλη του Άουσβιτς) θα έπρεπε να μας κάνουν δύσπιστους απέναντι σε μια τέτοια απρόσεκτα θετική σημασιοδότηση. Από τις σελίδες της Γένεσης, που παρουσιάζουν την εργασία ως τιμωρία για το αμάρτημα του Αδάμ, ώς το συχνά αναφερόμενο απόσπασμα από τη Γερμανική Ιδεολογία όπου ο Μαρξ ανήγγειλε ότι στην κομμουνιστική κοινωνία θα ήταν δυνατό, αντί να δουλεύουμε, «να κάνουμε αυτό σήμερα, αύριο το άλλο, να πηγαίνουμε για κυνήγι το πρωί, να ψαρεύουμε το απόγευμα, να εκτρέφουμε ζώα το βράδυ, μετά το μεσημεριανό να επιδιδόμαστε στην κριτική ανάλογα με τα γούστα μας», η υγιής δυσπιστία απέναντι στην εργασία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής μας παράδοσης.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας πιο σοβαρός και βαθύς λόγος, που θα έπρεπε να συνηγορεί ώστε να μην καθίσταται η εργασία το θεμέλιο μιας κοινωνίας.
Προέρχεται από την επιστήμη, και συγκεκριμένα από τη φυσική, η οποία ορίζει την εργασία ως τη δύναμη που πρέπει να ασκηθεί σε ένα σώμα για να το θέσει σε κίνηση. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής βρίσκει εφαρμογή αναγκαστικά και στην εργασία, που ορίζεται με αυτόν τον τρόπο. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η οποία είναι ίσως η ύψιστη έκφραση της έσχατης απαισιοδοξίας στην οποία έχει φτάσει η αληθινή επιστήμη, η ενέργεια αναπόφευκτα τείνει να υποβαθμίζεται και η εντροπία, που εκφράζει την αταξία ενός ενεργειακού συστήματος, εξίσου αναπόφευκτα τείνει να αυξάνεται. Όσο περισσότερο παράγουμε εργασία, τόσο περισσότερη αταξία και εντροπία θα αυξάνονται αναπόδραστα στο σύμπαν.
Επομένως, το να θεμελιώνουμε μια κοινωνία στην εργασία σημαίνει τελικά ότι δεν την προσανατολίζουμε στην τάξη και τη ζωή, αλλά στην αταξία και τον θάνατο.
Μια υγιής κοινωνία θα πρέπει μάλλον να στοχάζεται όχι μόνο τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι εργάζονται και παράγουν εντροπία, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους τεμπελιάζουν και διαλογίζονται, παράγοντας αυτή την άρνηση της εντροπίας, χωρίς την οποία η ζωή δεν θα ήταν δυνατή.

 Giorgio Agamben, Il lavoro e la vita
 24 Δεκεμβρίου 2024
Quodlibet



Sunday, 22 December 2024

Giorgio Agamben: Λαοί που έχουν χάσει τη γλώσσα τους



Τι συμβαίνει με τους Ευρωπαίους σήμερα; Αυτό που σήμερα δεν μπορούμε να χάσουμε από τα μάτια μας είναι το θέαμα της απώλειας και της λήθης της γλώσσας μέσα στην οποία κατοίκησαν άλλοτε. Ο τρόπος αυτής της σύγχυσης ποικίλλει για κάθε λαό: οι Αγγλοσάξονες έχουν ήδη ολοκληρώσει τη διαδρομή προς μια γλώσσα καθαρά εργαλειακή και αντικειμενοποιητική –basic English, στην οποία μπορεί κανείς μόνο να ανταλλάξει μηνύματα που μοιάζουν όλο και πιο πολύ με αλγόριθμους– και οι Γερμανοί φαίνεται να πορεύονται στον ίδιο δρόμο· οι Γάλλοι, παρά τη λατρεία τους για την εθνική τους γλώσσα, αν όχι εξαιτίας της, έχασαν τη σχεδόν κανονιστική σχέση που συνέδεε τον προφορικό λόγο με τη γραμματική· οι Ιταλοί, εκείνη την πανούργα και τόσο βολική για αυτούς διγλωσσία, που ήταν και ο πλούτος τους, η οποία πλέον μεταμορφώνεται παντού σε μια άνευ νοήματος ιδιόλεκτο. Και, αν οι Εβραίοι ανήκουν στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, ή τουλάχιστον αποτελούσαν μέρος της, καλό είναι να θυμόμαστε τα λόγια του Scholem με αφορμή την εκκοσμίκευση που επιχείρησε ο Σιωνισμός μετατρέποντας μια ιερή γλώσσα σε εθνική γλώσσα: «Ζούμε εντός της γλώσσας μας σαν τυφλοί που περπατούν στο χείλος μιας αβύσσου... Αυτή η γλώσσα κυοφορεί καταστροφές... θα έρθει η μέρα που θα στραφεί εναντίον αυτών που τη μιλούν».

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι η απώλεια της ποιητικής σχέσης με τη γλώσσα και η αντικατάστασή της με μια εργαλειακή σχέση στην οποία εκείνος που πιστεύει ότι χρησιμοποιεί τη γλώσσα, στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται από αυτήν δίχως καν να το συνειδητοποιεί. Και δεδομένου ότι η γλώσσα είναι η ίδια η μορφή της ανθρωπογένεσης, της ανθρωποποίησης του ζωντανού homo, αυτό που φαίνεται να απειλείται σήμερα είναι η ίδια η ανθρωπιά του ανθρώπου. 
Καθοριστικής σημασίας, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι όσο περισσότερο ένας λαός χάνεται μέσα στην ίδια του τη γλώσσα, με το να του γίνεται κατά κάποιον τρόπο είτε ξένη είτε υπερβολικά οικεία, τόσο λιγότερο είναι δυνατό να σκέφτεται σε αυτή τη γλώσσα. Γι' αυτό σήμερα βλέπουμε τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών λαών, που έχουν γίνει ανίκανες να σκεφτούν, να φυλακίζονται σε ένα ψέμα που δεν μπορούν να το κατανοήσουν ως τέτοιο. Ένα ψέμα που ο ψεύτης δεν το συνειδητοποιεί είναι στην πραγματικότητα απλώς μια αδυναμία του σκέπτεσθαι, η αδυναμία να διακόψει κανείς τουλάχιστον για μια στιγμή την καθαρά εργαλειακή σχέση με τον λόγο του. Και αν οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να σκέφτονται στη γλώσσα τους, δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν αισθάνονται υποχρεωμένοι να υποκαταστήσουν τη σκέψη τους με την τεχνητή νοημοσύνη.

Είναι αυτονόητο ότι αυτό το χάσιμο των λαών μέσα στη γλώσσα που ήταν η ζωτική τους κατοικία έχει πάνω από όλα πολιτική σημασία. Η Ευρώπη δεν θα βγει από το αδιέξοδο στο οποίο εγκλωβίζεται αν δεν ξαναβρεί πρωτίστως μια ποιητική και αναστοχαστική σχέση με τον λόγο της. Μόνο με αυτό το τίμημα θα καταστεί τελικά δυνατή μια ευρωπαϊκή πολιτική –που σήμερα δεν υπάρχει.


Giorgio Agamben, Popoli che hanno perduto la lingua
 11 Οκτωβρίου 2024
Quodlibet

Thursday, 1 February 2024

Giorgio Agamben: Θέατρο και πολιτική


Είναι τουλάχιστον μοναδικό φαινόμενο, όχι λιγότερο αναπάντεχο παρά ανησυχητικό, που δεν αναρωτιόμαστε για το γεγονός ότι στην εποχή μας ο ρόλος του πολιτικού ηγέτη αναλαμβάνεται ολοένα και πιο συχνά από ηθοποιούς: αυτή είναι η περίπτωση του Ζελένσκι στην Ουκρανία, αλλά το ίδιο είχε συμβεί στην Ιταλία με τον Μπέμπε Γκρίλο («φαιά εξοχότητα» του Κινήματος των 5 Αστέρων) και παλιότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον Ρήγκαν. Είναι ασφαλώς δυνατό να δούμε σε αυτό το φαινόμενο στοιχεία της παρακμής της φιγούρας του επαγγελματία πολιτικού και της αυξανόμενης επιρροής των μέσων ενημέρωσης και της προπαγάνδας σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο σε κάθε περίπτωση ότι αυτό που συμβαίνει συνεπάγεται έναν μετασχηματισμό της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική και την αλήθεια που πρέπει να γίνει αντικείμενο αναστοχασμού. Το ότι η πολιτική είχε να κάνει με ψέματα είναι, στην πραγματικότητα, προφανές·  αλλά αυτό σήμαινε απλώς ότι ο πολιτικός, για να πετύχει στόχους που πίστευε ότι ήταν αληθινοί κατά την άποψή του, μπορούσε να πει ψέματα χωρίς πάρα πολλούς ενδοιασμούς. 

Αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας είναι κάτι διαφορετικό: δεν χρησιμοποιείται πλέον το ψέμα για πολιτικούς σκοπούς, αλλά, αντίθετα, τα ψέματα έχουν γίνει από μόνα τους σκοπός της πολιτικής. Δηλαδή η πολιτική είναι καθαρά και απλά η κοινωνική άρθρωση του ψεύδους. Είναι λοιπόν κατανοητό γιατί ο ηθοποιός είναι σήμερα αναγκαστικά το παράδειγμα του πολιτικού ηγέτη. Σύμφωνα με ένα παράδοξο που μας έχει γίνει οικείο από τον Ντιντερό μέχρι τον Μπρεχτ, ο καλός ηθοποιός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτός που ταυτίζεται με πάθος με τον ρόλο του, αλλά αυτός που διατηρώντας την ψυχραιμία του τον κρατά, θα λέγαμε, σε απόσταση: δείχνει όλο και πιο αληθινός όσο λιγότερο κρύβει το ψέμα του. Η θεατρική σκηνή είναι, δηλαδή, ο τόπος ενός εγχειρήματος πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, όπου η αλήθεια παράγεται εκθέτοντας το ψέμα. Η αυλαία ανεβαίνει και πέφτει ακριβώς για να υπενθυμίσει στους θεατές τη μη πραγματικότητα αυτού που βλέπουν. 

Αυτό που καθορίζει την πολιτική σήμερα –η οποία έχει γίνει, όπως ειπώθηκε, η ακραία μορφή του θεάματος– είναι μια άνευ προηγουμένου αντιστροφή της θεατρικής σχέσης αλήθειας και ψεύδους, που στοχεύει να παραγάγει το ψέμα μέσα από μια συγκεκριμένη επενέργεια πάνω στην αλήθεια. Η αλήθεια, όπως μπορέσαμε να δούμε τα τελευταία τρία χρόνια, στην πραγματικότητα δεν κρύβεται και πράγματι παραμένει εύκολα προσβάσιμη σε όποιον θέλει να τη μάθει· αλλά αν προηγουμένως –και όχι μόνο στο θέατρο– η αλήθεια παραγόταν μέσω της επίδειξης και της αποκάλυψης του ψεύδους (veritas patefacit se ipsam et falsum), τώρα αντ’ αυτού το ψέμα παράγεται, θα λέγαμε, με την έκθεση και την αποκάλυψη της αλήθειας (εξ ου και η αποφασιστική σημασία της συζήτησης για τα fake news). Αν το ψέμα ήταν κάποτε μια στιγμή στην κίνηση της αλήθειας, τώρα η αλήθεια ισχύει μόνο ως στιγμή στην κίνηση του ψεύδους. 

Σε αυτή την κατάσταση ο ηθοποιός βρίσκεται, θα λέγαμε, στο σπίτι του, ακόμα κι αν, σε σύγκριση με το παράδοξο του Ντιντερό, πρέπει με κάποιο τρόπο να αναδιπλασιαστεί. Καμία αυλαία δεν χωρίζει πλέον τη σκηνή από την πραγματικότητα, η οποία –σύμφωνα με μια πρακτική με την οποία μας έχουν συνηθίσει οι σύγχρονοι σκηνοθέτες– υποχρεώνει τους θεατές να συμμετέχουν στη σκηνική πράξη: γίνονται οι ίδιοι θέατρο. Αν ο ηθοποιός Ζελένσκι είναι τόσο πειστικός ως πολιτικός ηγέτης, είναι ακριβώς επειδή καταφέρνει πάντα και παντού να λέει ψέματα χωρίς να κρύβει ποτέ την αλήθεια, σαν αυτή να μην είναι άλλο παρά ένα αναπόφευκτο μέρος της υποκριτικής του. Ο ίδιος –όπως και η πλειονότητα των ηγετών των χωρών του ΝΑΤΟ– δεν αρνείται το γεγονός ότι οι Ρώσοι έχουν κατακτήσει και προσαρτήσει το 20% του ουκρανικού εδάφους (το οποίο, εξάλλου, έχει εγκαταλειφθεί από περισσότερους από δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους του) ούτε ότι η αντεπίθεσή του απέτυχε εντελώς. Ούτε το γεγονός ότι, σε μια κατάσταση όπου η επιβίωση της χώρας του εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ξένη χρηματοδότηση που μπορεί να σταματήσει ανά πάσα στιγμή, ούτε ο ίδιος ούτε η Ουκρανία έχουν καμία πραγματική δυνατότητα μπροστά τους. Αυτός είναι ο λόγος που, ως ηθοποιός, ο Ζελένσκι προέρχεται από την κωμωδία. Σε αντίθεση με τον τραγικό ήρωα, ο οποίος πρέπει να υποκύψει στην πραγματικότητα των γεγονότων που δεν γνώριζε ή πίστευε ότι δεν ήταν αληθινά, ο κωμικός χαρακτήρας μάς κάνει να γελάμε γιατί δεν παύει ποτέ να επιδεικνύει την ανεδαφικότητα και το παράλογο των πράξεών του. Η Ουκρανία, που κάποτε ονομαζόταν Μικρή Ρωσία, δεν είναι, ωστόσο, μια κωμική σκηνή και η κωμωδία του Ζελένσκι τελικά θα μετατραπεί απλώς σε μια πικρή, πολύ πραγματική τραγωδία. 

Giorgio Agamben, Teatro e politica
19 .01. 2024
Quodlibet 

Giorgio Agamben: Η πολιτική συνείδηση σήμερα


Τι ορίζει την πολιτική συνείδηση σήμερα; Μία εύστροφη σύζευξη απάρνησης και ελπίδας. Όταν ο Θεός του τον διατάζει να θυσιάσει τον Ισαάκ στο όρος Μορία, ο Αβραάμ απαρνιέται ανεπιφύλακτα τον γιο του και όμως —όπως τουλάχιστον προτείνει ο Κίρκεγκωρ στο "Φόβος και Τρόμος"— κάπου στην καρδιά του συνεχίζει να πιστεύει (η πίστη, ως γνωστόν, δεν είναι παρά μια μορφή ελπίδας) ότι ο Θεός δεν θα του πάρει τον Ισαάκ, παρόλο που τον απαρνήθηκε διά παντός. Έτσι, στην ακραία κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, ένα διαυγές μυαλό δεν μπορεί παρά να αφήσει στην άκρη έργα, σχέδια ακόμα και την ιδέα μιας πιθανής ευτυχισμένης πολιτικής κοινότητας μεταξύ των ανθρώπων, και ωστόσο, τη στιγμή ακριβώς που την έχει απαρνηθεί, πρέπει ακράδαντα να ελπίζει σε αυτό που χρειάστηκε να ξεγράψει.
Απάρνηση και ελπίδα, ιδέα και απογοήτευση, ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα γίνονται ένα και το αυτό πρόσωπο, αντιφάσκουν και επαληθεύουν ο ένας τον άλλον. Μόνο μια ελπίδα, η οποία, απαλλαγμένη από τις απατηλές βεβαιότητες των δογμάτων και των ιδεολογιών, των εκκλησιών και των κομμάτων, στρέφεται με όλη της τη δύναμη προς αυτό που μόλις κήρυξε αδύνατο, θα μπορέσει να σπάσει την πολιορκία των γεγονότων και, χτυπώντας την κυριαρχία στα πιο αδύνατα σημεία της, να καταλήξει στην επανάκτηση του απροσδόκητου. Και όπως μέσα στην πόλη και στη δημόσια σφαίρα, έτσι και μέσα στο σύθαμπο της ιδιωτικής ύπαρξης, είναι δυνατό να πιστεύουμε και να ελπίζουμε μόνο σε αυτή την ευτυχία που μπορέσαμε να απαρνηθούμε.


Giorgio Agamben, La coscienza politica, oggi,
10.10.2023

Quodlibet