Wednesday, 9 August 2017

Μακαρισμός στον Σουλτάνο (επί τη διασώσει του)





-->

Μπορώ να έχω κάνει και τα δύο: και να έχω αυτό που έχω κάνει, και να μην το έχω κάνει. Αν δεν το έχω κάνει, τότε αυτό που έχω κάνει δεν είναι καμωμένο. Εφ' όσον αυτό που έχω κάνει δεν είναι καμωμένο, έχω κάνει το μη-καμωμένο. Πώς κάνω το μη-καμωμένο, και τι είδους πράξη είναι η πράξη μου, η πράξη του μη-καμωμένου; Δεν είναι μη-πράξη. Είναι πράξη που παράγει μη-καμωμένο. Δεν είναι πράξη που αρνήθηκα να κάνω, δεν είναι πράξη αρνητική. Είναι πράξη θετική, που παρήγαγε κάτι που συνέβη αλλά δεν έγινε.

Γιατί δεν έγινε, αφού συνέβη;  Διότι αρνούμαι να έχει γίνει. Αρνούμαι να της σταθμίσω ένα προηγούμενο σημείο το οποίο, στη συνέχεια, θα είναι αφετηρία μιας άλλης πράξης. Tης αρνούμαι τη γνώση της, ενώ έχω συνείδηση της πράξης του μη-καμωμένου. Είμαι ένα υποκείμενο που αποβάλλει από τον εαυτό του την επιθυμία μιας πράξης που δεν θέλησε  να κάνει. Τι με ώθησε να κάνω εκείνο το οποίο, κάνοντάς το, ήταν σαν να μην το έκανα; Μόνο η δυνατότητα ότι μπορούσα να το κάνω.

Η δυνατότητα να μπορώ να το κάνω γέννησε την πράξη που το έκανα. Έκανα λοιπόν μια δυνητική πράξη. Από πού όμως πηγάζει η δυνητικότητα της πράξης μου; Πηγάζει από το γεγονός ότι είχα συναίσθηση της δυνητικότητάς της, αφού ήταν πράξη και όχι πάθος. Η παρουσία της δυνητικότητας είναι σχεδόν ισοδύναμη με την επιτέλεση της πράξης. Είναι το "γιατί όχι" που παρουσιάζεται συχνά στη ζωή μας. Είναι ένα μεγάλο μέρος της επιλογής. Συνήθως είναι σκεπασμένο από τον μανδύα της ρουτίνας.

Η πράξη που παράγει το μη-καμωμένο είναι στον αντίποδα της πράξης της ρουτίνας, η οποία αυτή έχει σχήμα, μεμονωμένη σημασία, ρυθμό. Η πράξη του μη-καμωμένου, όταν επιτελείται, αφήνει το άγνωστο, το οποίο αυτό στερείται σχήματος, σημασίας και ρυθμού, να εισχωρήσει μέσα στην αλυσίδα των πράξεων που γίνονται για το καμωμένο, και να δημιουργήσει ένα τίποτα. Το τίποτα αυτό απαιτεί αμέσως πολύ μεγαλύτερη ισχύ από όλα τα κάτι· τα κάτι, όσο σπουδαία και να είναι, ωχριούν μπροστά σε τούτο το στιβαρό εν τη μηδαμηνότητί του τίποτα, αυτό το κάθετο εν τη ανυπαρξία του τίποτα, αυτό το ρηξικέλευθο εν τη απραξία του τίποτα. Μετά από αυτό όλα μπορούν να υπάρχουν εν τομή, τομή του καμωμένου και του μη-καμωμένου. Η πράξη της άρνησης του καμωμένου μπορεί να γενικευθεί και όλα να θεωρηθούν με τη σειρά τους τίποτα, χωρίς αυτό να είναι ψέμα ή φρεναπάτη. Η έκταση του τίποτα μεγαλώνει και κατοικείται από μη-πράγματα. Η δυνητικότητα των πραγμάτων να είναι μη-πράγματα εγκαθίσταται στη συνείδησή μου. Διαβάζω τα πράγματα ως μη-πράγματα, και αν στραφώ προς τη συνείδησή μου, την διαβάζω και αυτήν ως μη-συνείδηση.

Συνεχίζω  να είμαι ένα υποκείμενο, με μη-συνείδηση; Συνεχίζω. Είμαι ένα υποκείμενο που βρίσκεται ανάμεσα σε μη-πράγματα· τα μη-πράγματα δεν εμπίπτουν στη συνείδηση –η μη-συνείδηση είναι εκεί για τα μη-πράγματα. Αντικείμενο όμως υπάρχει για το υποκείμενό μου: είναι ο εαυτός μου. Ακόμα και η δυνητικότητα του εαυτού μου δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει την ίδρυση του εαυτού μου κάθε στιγμή. Τι απέμεινε; Το τίποτα και ο εαυτός μου. Ο εαυτός μου και το τίποτα ενυπάρχουν, το τίποτα αγκαλιάζει τον εαυτό μου και ο εαυτός μου το τίποτα, και ανάλογα με το ποιος σκεπάζει ποιον, το υποκείμενό μου ζει ή δεν ζει. Όμως, σκεπασμένος ο εαυτός μου από το τίποτα, δεν μπορεί παρά να στραφεί προς εαυτόν και μη μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο, γιατί δεν έχει υποκείμενο –είναι η στιγμή που είναι ανυποκείμενος–, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τον θεωρήσει μη-εαυτόν, δημιουργώντας έτσι τον μη-εαυτόν του τίποτα, το οποίο ως υποκείμενο αδυνατεί να είναι τίποτα.

Γίνεται λοιπόν υποκείμενο του τίποτα, και ο μη-εαυτός δικαιωματικά αναγορεύεται εαυτός αυτού του υποκειμένου. Ο μη-εαυτός που γίνεται εαυτός, γίνεται αντικείμενο αυτού του υποκειμένου. Λέει το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι. Όντας το αντικείμενο και λέγοντας το υποκείμενο, η δυνητικότητα της πράξης του λέγειν γεννά το μη-τίποτα. Αλλά γεννώντας, το γεννά ως κάτι. Και τότε αυτό το κάτι προκαλεί συνείδηση, η συνείδηση τοποθετεί τον εαυτό μέσα στο υποκείμενο, και γίνεται πανηγυρικά ο εαυτός του.

Αυτός είναι ο κύκλος της αποτυχίας  και τελειώνει με ένα μακαρισμό: Μακάριοι οι αποτυχόντες ότι ου γελασθήσονται.


[επιστολή της Κλ. Μ. επ' ευκαιρία της διάσωσής μου]