Τι συμβαίνει με τους Ευρωπαίους σήμερα; Αυτό που σήμερα δεν μπορούμε να χάσουμε από τα μάτια μας είναι το θέαμα της απώλειας και της λήθης της γλώσσας μέσα στην οποία κατοίκησαν άλλοτε. Ο τρόπος αυτής της σύγχυσης ποικίλλει για κάθε λαό: οι Αγγλοσάξονες έχουν ήδη ολοκληρώσει τη διαδρομή προς μια γλώσσα καθαρά εργαλειακή και αντικειμενοποιητική –basic English, στην οποία μπορεί κανείς μόνο να ανταλλάξει μηνύματα που μοιάζουν όλο και πιο πολύ με αλγόριθμους– και οι Γερμανοί φαίνεται να πορεύονται στον ίδιο δρόμο· οι Γάλλοι, παρά τη λατρεία τους για την εθνική τους γλώσσα, αν όχι εξαιτίας της, έχασαν τη σχεδόν κανονιστική σχέση που συνέδεε τον προφορικό λόγο με τη γραμματική· οι Ιταλοί, εκείνη την πανούργα και τόσο βολική για αυτούς διγλωσσία, που ήταν και ο πλούτος τους, η οποία πλέον μεταμορφώνεται παντού σε μια άνευ νοήματος ιδιόλεκτο. Και, αν οι Εβραίοι ανήκουν στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, ή τουλάχιστον αποτελούσαν μέρος της, καλό είναι να θυμόμαστε τα λόγια του Scholem με αφορμή την εκκοσμίκευση που επιχείρησε ο Σιωνισμός μετατρέποντας μια ιερή γλώσσα σε εθνική γλώσσα: «Ζούμε εντός της γλώσσας μας σαν τυφλοί που περπατούν στο χείλος μιας αβύσσου... Αυτή η γλώσσα κυοφορεί καταστροφές... θα έρθει η μέρα που θα στραφεί εναντίον αυτών που τη μιλούν».
Angelus Novus
ημερολόγιο δικτύου / a web diary
Sunday, 22 December 2024
Giorgio Agamben: Λαοί που έχουν χάσει τη γλώσσα τους
Τι συμβαίνει με τους Ευρωπαίους σήμερα; Αυτό που σήμερα δεν μπορούμε να χάσουμε από τα μάτια μας είναι το θέαμα της απώλειας και της λήθης της γλώσσας μέσα στην οποία κατοίκησαν άλλοτε. Ο τρόπος αυτής της σύγχυσης ποικίλλει για κάθε λαό: οι Αγγλοσάξονες έχουν ήδη ολοκληρώσει τη διαδρομή προς μια γλώσσα καθαρά εργαλειακή και αντικειμενοποιητική –basic English, στην οποία μπορεί κανείς μόνο να ανταλλάξει μηνύματα που μοιάζουν όλο και πιο πολύ με αλγόριθμους– και οι Γερμανοί φαίνεται να πορεύονται στον ίδιο δρόμο· οι Γάλλοι, παρά τη λατρεία τους για την εθνική τους γλώσσα, αν όχι εξαιτίας της, έχασαν τη σχεδόν κανονιστική σχέση που συνέδεε τον προφορικό λόγο με τη γραμματική· οι Ιταλοί, εκείνη την πανούργα και τόσο βολική για αυτούς διγλωσσία, που ήταν και ο πλούτος τους, η οποία πλέον μεταμορφώνεται παντού σε μια άνευ νοήματος ιδιόλεκτο. Και, αν οι Εβραίοι ανήκουν στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, ή τουλάχιστον αποτελούσαν μέρος της, καλό είναι να θυμόμαστε τα λόγια του Scholem με αφορμή την εκκοσμίκευση που επιχείρησε ο Σιωνισμός μετατρέποντας μια ιερή γλώσσα σε εθνική γλώσσα: «Ζούμε εντός της γλώσσας μας σαν τυφλοί που περπατούν στο χείλος μιας αβύσσου... Αυτή η γλώσσα κυοφορεί καταστροφές... θα έρθει η μέρα που θα στραφεί εναντίον αυτών που τη μιλούν».
Thursday, 1 February 2024
Giorgio Agamben: Θέατρο και πολιτική
Είναι τουλάχιστον μοναδικό φαινόμενο, όχι λιγότερο αναπάντεχο παρά ανησυχητικό, που δεν αναρωτιόμαστε για το γεγονός ότι στην εποχή μας ο ρόλος του πολιτικού ηγέτη αναλαμβάνεται ολοένα και πιο συχνά από ηθοποιούς: αυτή είναι η περίπτωση του Ζελένσκι στην Ουκρανία, αλλά το ίδιο είχε συμβεί στην Ιταλία με τον Μπέμπε Γκρίλο («φαιά εξοχότητα» του Κινήματος των 5 Αστέρων) και παλιότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον Ρήγκαν. Είναι ασφαλώς δυνατό να δούμε σε αυτό το φαινόμενο στοιχεία της παρακμής της φιγούρας του επαγγελματία πολιτικού και της αυξανόμενης επιρροής των μέσων ενημέρωσης και της προπαγάνδας σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο σε κάθε περίπτωση ότι αυτό που συμβαίνει συνεπάγεται έναν μετασχηματισμό της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική και την αλήθεια που πρέπει να γίνει αντικείμενο αναστοχασμού. Το ότι η πολιτική είχε να κάνει με ψέματα είναι, στην πραγματικότητα, προφανές· αλλά αυτό σήμαινε απλώς ότι ο πολιτικός, για να πετύχει στόχους που πίστευε ότι ήταν αληθινοί κατά την άποψή του, μπορούσε να πει ψέματα χωρίς πάρα πολλούς ενδοιασμούς.
Αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας είναι κάτι διαφορετικό: δεν χρησιμοποιείται πλέον το ψέμα για πολιτικούς σκοπούς, αλλά, αντίθετα, τα ψέματα έχουν γίνει από μόνα τους σκοπός της πολιτικής. Δηλαδή η πολιτική είναι καθαρά και απλά η κοινωνική άρθρωση του ψεύδους. Είναι λοιπόν κατανοητό γιατί ο ηθοποιός είναι σήμερα αναγκαστικά το παράδειγμα του πολιτικού ηγέτη. Σύμφωνα με ένα παράδοξο που μας έχει γίνει οικείο από τον Ντιντερό μέχρι τον Μπρεχτ, ο καλός ηθοποιός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτός που ταυτίζεται με πάθος με τον ρόλο του, αλλά αυτός που διατηρώντας την ψυχραιμία του τον κρατά, θα λέγαμε, σε απόσταση: δείχνει όλο και πιο αληθινός όσο λιγότερο κρύβει το ψέμα του. Η θεατρική σκηνή είναι, δηλαδή, ο τόπος ενός εγχειρήματος πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, όπου η αλήθεια παράγεται εκθέτοντας το ψέμα. Η αυλαία ανεβαίνει και πέφτει ακριβώς για να υπενθυμίσει στους θεατές τη μη πραγματικότητα αυτού που βλέπουν.
Αυτό που καθορίζει την πολιτική σήμερα –η οποία έχει γίνει, όπως ειπώθηκε, η ακραία μορφή του θεάματος– είναι μια άνευ προηγουμένου αντιστροφή της θεατρικής σχέσης αλήθειας και ψεύδους, που στοχεύει να παραγάγει το ψέμα μέσα από μια συγκεκριμένη επενέργεια πάνω στην αλήθεια. Η αλήθεια, όπως μπορέσαμε να δούμε τα τελευταία τρία χρόνια, στην πραγματικότητα δεν κρύβεται και πράγματι παραμένει εύκολα προσβάσιμη σε όποιον θέλει να τη μάθει· αλλά αν προηγουμένως –και όχι μόνο στο θέατρο– η αλήθεια παραγόταν μέσω της επίδειξης και της αποκάλυψης του ψεύδους (veritas patefacit se ipsam et falsum), τώρα αντ’ αυτού το ψέμα παράγεται, θα λέγαμε, με την έκθεση και την αποκάλυψη της αλήθειας (εξ ου και η αποφασιστική σημασία της συζήτησης για τα fake news). Αν το ψέμα ήταν κάποτε μια στιγμή στην κίνηση της αλήθειας, τώρα η αλήθεια ισχύει μόνο ως στιγμή στην κίνηση του ψεύδους.
Σε αυτή την κατάσταση ο ηθοποιός βρίσκεται, θα λέγαμε, στο σπίτι του, ακόμα κι αν, σε σύγκριση με το παράδοξο του Ντιντερό, πρέπει με κάποιο τρόπο να αναδιπλασιαστεί. Καμία αυλαία δεν χωρίζει πλέον τη σκηνή από την πραγματικότητα, η οποία –σύμφωνα με μια πρακτική με την οποία μας έχουν συνηθίσει οι σύγχρονοι σκηνοθέτες– υποχρεώνει τους θεατές να συμμετέχουν στη σκηνική πράξη: γίνονται οι ίδιοι θέατρο. Αν ο ηθοποιός Ζελένσκι είναι τόσο πειστικός ως πολιτικός ηγέτης, είναι ακριβώς επειδή καταφέρνει πάντα και παντού να λέει ψέματα χωρίς να κρύβει ποτέ την αλήθεια, σαν αυτή να μην είναι άλλο παρά ένα αναπόφευκτο μέρος της υποκριτικής του. Ο ίδιος –όπως και η πλειονότητα των ηγετών των χωρών του ΝΑΤΟ– δεν αρνείται το γεγονός ότι οι Ρώσοι έχουν κατακτήσει και προσαρτήσει το 20% του ουκρανικού εδάφους (το οποίο, εξάλλου, έχει εγκαταλειφθεί από περισσότερους από δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους του) ούτε ότι η αντεπίθεσή του απέτυχε εντελώς. Ούτε το γεγονός ότι, σε μια κατάσταση όπου η επιβίωση της χώρας του εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ξένη χρηματοδότηση που μπορεί να σταματήσει ανά πάσα στιγμή, ούτε ο ίδιος ούτε η Ουκρανία έχουν καμία πραγματική δυνατότητα μπροστά τους. Αυτός είναι ο λόγος που, ως ηθοποιός, ο Ζελένσκι προέρχεται από την κωμωδία. Σε αντίθεση με τον τραγικό ήρωα, ο οποίος πρέπει να υποκύψει στην πραγματικότητα των γεγονότων που δεν γνώριζε ή πίστευε ότι δεν ήταν αληθινά, ο κωμικός χαρακτήρας μάς κάνει να γελάμε γιατί δεν παύει ποτέ να επιδεικνύει την ανεδαφικότητα και το παράλογο των πράξεών του. Η Ουκρανία, που κάποτε ονομαζόταν Μικρή Ρωσία, δεν είναι, ωστόσο, μια κωμική σκηνή και η κωμωδία του Ζελένσκι τελικά θα μετατραπεί απλώς σε μια πικρή, πολύ πραγματική τραγωδία.
Giorgio Agamben, Teatro e politica
19 .01. 2024
Quodlibet
Giorgio Agamben: Η πολιτική συνείδηση σήμερα
Τι ορίζει την πολιτική συνείδηση σήμερα; Μία εύστροφη σύζευξη απάρνησης και ελπίδας. Όταν ο Θεός του τον διατάζει να θυσιάσει τον Ισαάκ στο όρος Μορία, ο Αβραάμ απαρνιέται ανεπιφύλακτα τον γιο του και όμως —όπως τουλάχιστον προτείνει ο Κίρκεγκωρ στο "Φόβος και Τρόμος"— κάπου στην καρδιά του συνεχίζει να πιστεύει (η πίστη, ως γνωστόν, δεν είναι παρά μια μορφή ελπίδας) ότι ο Θεός δεν θα του πάρει τον Ισαάκ, παρόλο που τον απαρνήθηκε διά παντός. Έτσι, στην ακραία κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, ένα διαυγές μυαλό δεν μπορεί παρά να αφήσει στην άκρη έργα, σχέδια ακόμα και την ιδέα μιας πιθανής ευτυχισμένης πολιτικής κοινότητας μεταξύ των ανθρώπων, και ωστόσο, τη στιγμή ακριβώς που την έχει απαρνηθεί, πρέπει ακράδαντα να ελπίζει σε αυτό που χρειάστηκε να ξεγράψει.
Monday, 22 October 2018
Μεταμορφώνουμε το Πάρκο Ναυαρίνου
Στην καρδιά των Εξαρχείων, το Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου αναπνέει, παίζει, δημιουργεί και ονειρεύεται. Αντί της μονοπωλιακής ιδιοκτησίας του χώρου, το Πάρκο προτάσσει το δικαίωμα στα κοινά και εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη: την ύπαρξη ανοικτών δημόσιων χώρων συνάντησης και αναψυχής.
Οι ίδιοι οι γονείς της γειτονιάς οργανώνονται και δραστηριοποιούνται, επιμελούνται το χώρο, κατασκευάζουν παιχνίδια και συντονίζουν παιδικές εκδηλώσεις. Στην ιστορία του Πάρκου ως ανοικτός χώρος συνάντησης και συνδημιουργίας, η παιδική χαρά γίνεται υπόδειγμα κοινωνικής αυτοοργάνωσης.
Ο εντυπωσιακός αυτός δυναμισμός και ο θετικός αντίκτυπος στα Εξάρχεια, μας εμπνέει να μετατρέψουμε το Πάρκο σε μια Μεγάλη Παιδική Χαρά.
Η χρήση του Πάρκου δεν θα αποκλείει κανένα. Θα παραμένει ανοιχτό σε γονείς, παππούδες και παιδιά από νήπια μέχρι εφήβους, ενώ παράλληλα θα διευρύνουμε τις πολλαπλές λειτουργίες του χώρου προς κοινή χρήση της γειτονιάς και πάρα πέρα. Για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου.
Αν κάτι μας ενθαρρύνει να πάμε μπροστά, είναι η απήχηση που έχει το εγχείρημά μας όχι στη θεωρία αλλά στην πράξη: στην έμπρακτη διαμόρφωση συμπεριφορών, συνειδήσεων, πρακτικών και καθημερινοτήτων. Είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε τις νέες προοπτικές που μας ανοίγονται. Αν δεν αγωνιστούμε να δημιουργήσουμε οι ίδιοι τις ουτοπίες που ονειρευόμαστε, δεν θα υπάρξουν ποτέ. Σας καλούμε να μας στηρίξετε σε αυτή μας την προσπάθεια.
Sunday, 10 June 2018
ΔΗΛΩΣΗ ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΣΥΝΗΣ, ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ, ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
Γιώργος Λιερός
Saturday, 9 September 2017
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
(Άγγ. Ελεφάντης, «Αριστεροί χωρίς Αριστερά», Ο Πολίτης, 115, Οκτ. 1991)
Από την ίδια κοιλιά βγήκαμε, όμως εσύ γι’ αλλού τραβούσες. Πάντα τρωγόμαστε. Άσπρο εγώ, μαύρο εσύ. Νίκησε τ’ άσπρο. Δεν το ’ξερες πως το καλό πάντα νικάει; Το ’ξερες βέβαια μα το ’λεγες ανάποδα γιατί όλα τ’ αναποδογυρίζεις: «Καλό είναι αυτό που νικάει» κορόιδευες. Τον εαυτό σου κορόιδευες. Νίκησε τ’ άσπρο. Μονάχος απόμεινες, ή σχεδόν μονάχος. Μίζερος και γκρινιάρης, ίδιες κι οι παρέες σου· τρεις κι ο κούκκος. Ανάποδος πάντα. Όταν ήμουν κομμουνιστής μ’ έλεγες φασίστα. Ήρθε η ώρα και μπήκα στο ΠΑΣΟΚ. Γιατί σ’ αυτό έλαχε ο κλήρος ν’ αλλάξει τη μοίρα αυτού του τόπου. Κι αν δεν κληρονομήσαμε τη βασιλεία των ουρανών ιδρύσαμε τη βάση της νεώτερης λαϊκής μας κουλτούρας: Γήπεδα απογειώσεως των στεναγμών, παλλαϊκές συναυλίες ολικής αλέσεως, φουτουρισμός συν εξηλεκτρισμός, τά λέηζερ εκτόπισαν τα τανκς, η εξουσία κατάκτησε τη φαντασία και τ’ αερόστατα ανέβαινα, αδερφέ μου, κι εγώ μαζί τους, στα ψηλά, τραγουδώντας τον ύμνο της γενιάς μας: «θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή».
Wednesday, 9 August 2017
Μακαρισμός στον Σουλτάνο (επί τη διασώσει του)
-->
Μπορώ να έχω κάνει και τα δύο: και να έχω αυτό που έχω κάνει, και να μην το έχω κάνει. Αν δεν το έχω κάνει, τότε αυτό που έχω κάνει δεν είναι καμωμένο. Εφ' όσον αυτό που έχω κάνει δεν είναι καμωμένο, έχω κάνει το μη-καμωμένο. Πώς κάνω το μη-καμωμένο, και τι είδους πράξη είναι η πράξη μου, η πράξη του μη-καμωμένου; Δεν είναι μη-πράξη. Είναι πράξη που παράγει μη-καμωμένο. Δεν είναι πράξη που αρνήθηκα να κάνω, δεν είναι πράξη αρνητική. Είναι πράξη θετική, που παρήγαγε κάτι που συνέβη αλλά δεν έγινε.
Γιατί δεν έγινε, αφού συνέβη; Διότι αρνούμαι να έχει γίνει. Αρνούμαι να της σταθμίσω ένα προηγούμενο σημείο το οποίο, στη συνέχεια, θα είναι αφετηρία μιας άλλης πράξης. Tης αρνούμαι τη γνώση της, ενώ έχω συνείδηση της πράξης του μη-καμωμένου. Είμαι ένα υποκείμενο που αποβάλλει από τον εαυτό του την επιθυμία μιας πράξης που δεν θέλησε να κάνει. Τι με ώθησε να κάνω εκείνο το οποίο, κάνοντάς το, ήταν σαν να μην το έκανα; Μόνο η δυνατότητα ότι μπορούσα να το κάνω.
Η πράξη που παράγει το μη-καμωμένο είναι στον αντίποδα της πράξης της ρουτίνας, η οποία αυτή έχει σχήμα, μεμονωμένη σημασία, ρυθμό. Η πράξη του μη-καμωμένου, όταν επιτελείται, αφήνει το άγνωστο, το οποίο αυτό στερείται σχήματος, σημασίας και ρυθμού, να εισχωρήσει μέσα στην αλυσίδα των πράξεων που γίνονται για το καμωμένο, και να δημιουργήσει ένα τίποτα. Το τίποτα αυτό απαιτεί αμέσως πολύ μεγαλύτερη ισχύ από όλα τα κάτι· τα κάτι, όσο σπουδαία και να είναι, ωχριούν μπροστά σε τούτο το στιβαρό εν τη μηδαμηνότητί του τίποτα, αυτό το κάθετο εν τη ανυπαρξία του τίποτα, αυτό το ρηξικέλευθο εν τη απραξία του τίποτα. Μετά από αυτό όλα μπορούν να υπάρχουν εν τομή, τομή του καμωμένου και του μη-καμωμένου. Η πράξη της άρνησης του καμωμένου μπορεί να γενικευθεί και όλα να θεωρηθούν με τη σειρά τους τίποτα, χωρίς αυτό να είναι ψέμα ή φρεναπάτη. Η έκταση του τίποτα μεγαλώνει και κατοικείται από μη-πράγματα. Η δυνητικότητα των πραγμάτων να είναι μη-πράγματα εγκαθίσταται στη συνείδησή μου. Διαβάζω τα πράγματα ως μη-πράγματα, και αν στραφώ προς τη συνείδησή μου, την διαβάζω και αυτήν ως μη-συνείδηση.
Συνεχίζω να είμαι ένα υποκείμενο, με μη-συνείδηση; Συνεχίζω. Είμαι ένα υποκείμενο που βρίσκεται ανάμεσα σε μη-πράγματα· τα μη-πράγματα δεν εμπίπτουν στη συνείδηση –η μη-συνείδηση είναι εκεί για τα μη-πράγματα. Αντικείμενο όμως υπάρχει για το υποκείμενό μου: είναι ο εαυτός μου. Ακόμα και η δυνητικότητα του εαυτού μου δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει την ίδρυση του εαυτού μου κάθε στιγμή. Τι απέμεινε; Το τίποτα και ο εαυτός μου. Ο εαυτός μου και το τίποτα ενυπάρχουν, το τίποτα αγκαλιάζει τον εαυτό μου και ο εαυτός μου το τίποτα, και ανάλογα με το ποιος σκεπάζει ποιον, το υποκείμενό μου ζει ή δεν ζει. Όμως, σκεπασμένος ο εαυτός μου από το τίποτα, δεν μπορεί παρά να στραφεί προς εαυτόν και μη μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο, γιατί δεν έχει υποκείμενο –είναι η στιγμή που είναι ανυποκείμενος–, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τον θεωρήσει μη-εαυτόν, δημιουργώντας έτσι τον μη-εαυτόν του τίποτα, το οποίο ως υποκείμενο αδυνατεί να είναι τίποτα.
Γίνεται λοιπόν υποκείμενο του τίποτα, και ο μη-εαυτός δικαιωματικά αναγορεύεται εαυτός αυτού του υποκειμένου. Ο μη-εαυτός που γίνεται εαυτός, γίνεται αντικείμενο αυτού του υποκειμένου. Λέει το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι. Όντας το αντικείμενο και λέγοντας το υποκείμενο, η δυνητικότητα της πράξης του λέγειν γεννά το μη-τίποτα. Αλλά γεννώντας, το γεννά ως κάτι. Και τότε αυτό το κάτι προκαλεί συνείδηση, η συνείδηση τοποθετεί τον εαυτό μέσα στο υποκείμενο, και γίνεται πανηγυρικά ο εαυτός του.
[επιστολή της Κλ. Μ. επ' ευκαιρία της διάσωσής μου]