Sunday, 22 December 2024

Giorgio Agamben: Λαοί που έχουν χάσει τη γλώσσα τους



Τι συμβαίνει με τους Ευρωπαίους σήμερα; Αυτό που σήμερα δεν μπορούμε να χάσουμε από τα μάτια μας είναι το θέαμα της απώλειας και της λήθης της γλώσσας μέσα στην οποία κατοίκησαν άλλοτε. Ο τρόπος αυτής της σύγχυσης ποικίλλει για κάθε λαό: οι Αγγλοσάξονες έχουν ήδη ολοκληρώσει τη διαδρομή προς μια γλώσσα καθαρά εργαλειακή και αντικειμενοποιητική –basic English, στην οποία μπορεί κανείς μόνο να ανταλλάξει μηνύματα που μοιάζουν όλο και πιο πολύ με αλγόριθμους– και οι Γερμανοί φαίνεται να πορεύονται στον ίδιο δρόμο· οι Γάλλοι, παρά τη λατρεία τους για την εθνική τους γλώσσα, αν όχι εξαιτίας της, έχασαν τη σχεδόν κανονιστική σχέση που συνέδεε τον προφορικό λόγο με τη γραμματική· οι Ιταλοί, εκείνη την πανούργα και τόσο βολική για αυτούς διγλωσσία, που ήταν και ο πλούτος τους, η οποία πλέον μεταμορφώνεται παντού σε μια άνευ νοήματος ιδιόλεκτο. Και, αν οι Εβραίοι ανήκουν στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, ή τουλάχιστον αποτελούσαν μέρος της, καλό είναι να θυμόμαστε τα λόγια του Scholem με αφορμή την εκκοσμίκευση που επιχείρησε ο Σιωνισμός μετατρέποντας μια ιερή γλώσσα σε εθνική γλώσσα: «Ζούμε εντός της γλώσσας μας σαν τυφλοί που περπατούν στο χείλος μιας αβύσσου... Αυτή η γλώσσα κυοφορεί καταστροφές... θα έρθει η μέρα που θα στραφεί εναντίον αυτών που τη μιλούν».

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι η απώλεια της ποιητικής σχέσης με τη γλώσσα και η αντικατάστασή της με μια εργαλειακή σχέση στην οποία εκείνος που πιστεύει ότι χρησιμοποιεί τη γλώσσα, στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται από αυτήν δίχως καν να το συνειδητοποιεί. Και δεδομένου ότι η γλώσσα είναι η ίδια η μορφή της ανθρωπογένεσης, της ανθρωποποίησης του ζωντανού homo, αυτό που φαίνεται να απειλείται σήμερα είναι η ίδια η ανθρωπιά του ανθρώπου. 
Καθοριστικής σημασίας, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι όσο περισσότερο ένας λαός χάνεται μέσα στην ίδια του τη γλώσσα, με το να του γίνεται κατά κάποιον τρόπο είτε ξένη είτε υπερβολικά οικεία, τόσο λιγότερο είναι δυνατό να σκέφτεται σε αυτή τη γλώσσα. Γι' αυτό σήμερα βλέπουμε τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών λαών, που έχουν γίνει ανίκανες να σκεφτούν, να φυλακίζονται σε ένα ψέμα που δεν μπορούν να το κατανοήσουν ως τέτοιο. Ένα ψέμα που ο ψεύτης δεν το συνειδητοποιεί είναι στην πραγματικότητα απλώς μια αδυναμία του σκέπτεσθαι, η αδυναμία να διακόψει κανείς τουλάχιστον για μια στιγμή την καθαρά εργαλειακή σχέση με τον λόγο του. Και αν οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να σκέφτονται στη γλώσσα τους, δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν αισθάνονται υποχρεωμένοι να υποκαταστήσουν τη σκέψη τους με την τεχνητή νοημοσύνη.

Είναι αυτονόητο ότι αυτό το χάσιμο των λαών μέσα στη γλώσσα που ήταν η ζωτική τους κατοικία έχει πάνω από όλα πολιτική σημασία. Η Ευρώπη δεν θα βγει από το αδιέξοδο στο οποίο εγκλωβίζεται αν δεν ξαναβρεί πρωτίστως μια ποιητική και αναστοχαστική σχέση με τον λόγο της. Μόνο με αυτό το τίμημα θα καταστεί τελικά δυνατή μια ευρωπαϊκή πολιτική –που σήμερα δεν υπάρχει.


Giorgio Agamben, Popoli che hanno perduto la lingua
 11 Οκτωβρίου 2024
Quodlibet

Thursday, 1 February 2024

Giorgio Agamben: Θέατρο και πολιτική


Είναι τουλάχιστον μοναδικό φαινόμενο, όχι λιγότερο αναπάντεχο παρά ανησυχητικό, που δεν αναρωτιόμαστε για το γεγονός ότι στην εποχή μας ο ρόλος του πολιτικού ηγέτη αναλαμβάνεται ολοένα και πιο συχνά από ηθοποιούς: αυτή είναι η περίπτωση του Ζελένσκι στην Ουκρανία, αλλά το ίδιο είχε συμβεί στην Ιταλία με τον Μπέμπε Γκρίλο («φαιά εξοχότητα» του Κινήματος των 5 Αστέρων) και παλιότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον Ρήγκαν. Είναι ασφαλώς δυνατό να δούμε σε αυτό το φαινόμενο στοιχεία της παρακμής της φιγούρας του επαγγελματία πολιτικού και της αυξανόμενης επιρροής των μέσων ενημέρωσης και της προπαγάνδας σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο σε κάθε περίπτωση ότι αυτό που συμβαίνει συνεπάγεται έναν μετασχηματισμό της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική και την αλήθεια που πρέπει να γίνει αντικείμενο αναστοχασμού. Το ότι η πολιτική είχε να κάνει με ψέματα είναι, στην πραγματικότητα, προφανές·  αλλά αυτό σήμαινε απλώς ότι ο πολιτικός, για να πετύχει στόχους που πίστευε ότι ήταν αληθινοί κατά την άποψή του, μπορούσε να πει ψέματα χωρίς πάρα πολλούς ενδοιασμούς. 

Αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας είναι κάτι διαφορετικό: δεν χρησιμοποιείται πλέον το ψέμα για πολιτικούς σκοπούς, αλλά, αντίθετα, τα ψέματα έχουν γίνει από μόνα τους σκοπός της πολιτικής. Δηλαδή η πολιτική είναι καθαρά και απλά η κοινωνική άρθρωση του ψεύδους. Είναι λοιπόν κατανοητό γιατί ο ηθοποιός είναι σήμερα αναγκαστικά το παράδειγμα του πολιτικού ηγέτη. Σύμφωνα με ένα παράδοξο που μας έχει γίνει οικείο από τον Ντιντερό μέχρι τον Μπρεχτ, ο καλός ηθοποιός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτός που ταυτίζεται με πάθος με τον ρόλο του, αλλά αυτός που διατηρώντας την ψυχραιμία του τον κρατά, θα λέγαμε, σε απόσταση: δείχνει όλο και πιο αληθινός όσο λιγότερο κρύβει το ψέμα του. Η θεατρική σκηνή είναι, δηλαδή, ο τόπος ενός εγχειρήματος πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, όπου η αλήθεια παράγεται εκθέτοντας το ψέμα. Η αυλαία ανεβαίνει και πέφτει ακριβώς για να υπενθυμίσει στους θεατές τη μη πραγματικότητα αυτού που βλέπουν. 

Αυτό που καθορίζει την πολιτική σήμερα –η οποία έχει γίνει, όπως ειπώθηκε, η ακραία μορφή του θεάματος– είναι μια άνευ προηγουμένου αντιστροφή της θεατρικής σχέσης αλήθειας και ψεύδους, που στοχεύει να παραγάγει το ψέμα μέσα από μια συγκεκριμένη επενέργεια πάνω στην αλήθεια. Η αλήθεια, όπως μπορέσαμε να δούμε τα τελευταία τρία χρόνια, στην πραγματικότητα δεν κρύβεται και πράγματι παραμένει εύκολα προσβάσιμη σε όποιον θέλει να τη μάθει· αλλά αν προηγουμένως –και όχι μόνο στο θέατρο– η αλήθεια παραγόταν μέσω της επίδειξης και της αποκάλυψης του ψεύδους (veritas patefacit se ipsam et falsum), τώρα αντ’ αυτού το ψέμα παράγεται, θα λέγαμε, με την έκθεση και την αποκάλυψη της αλήθειας (εξ ου και η αποφασιστική σημασία της συζήτησης για τα fake news). Αν το ψέμα ήταν κάποτε μια στιγμή στην κίνηση της αλήθειας, τώρα η αλήθεια ισχύει μόνο ως στιγμή στην κίνηση του ψεύδους. 

Σε αυτή την κατάσταση ο ηθοποιός βρίσκεται, θα λέγαμε, στο σπίτι του, ακόμα κι αν, σε σύγκριση με το παράδοξο του Ντιντερό, πρέπει με κάποιο τρόπο να αναδιπλασιαστεί. Καμία αυλαία δεν χωρίζει πλέον τη σκηνή από την πραγματικότητα, η οποία –σύμφωνα με μια πρακτική με την οποία μας έχουν συνηθίσει οι σύγχρονοι σκηνοθέτες– υποχρεώνει τους θεατές να συμμετέχουν στη σκηνική πράξη: γίνονται οι ίδιοι θέατρο. Αν ο ηθοποιός Ζελένσκι είναι τόσο πειστικός ως πολιτικός ηγέτης, είναι ακριβώς επειδή καταφέρνει πάντα και παντού να λέει ψέματα χωρίς να κρύβει ποτέ την αλήθεια, σαν αυτή να μην είναι άλλο παρά ένα αναπόφευκτο μέρος της υποκριτικής του. Ο ίδιος –όπως και η πλειονότητα των ηγετών των χωρών του ΝΑΤΟ– δεν αρνείται το γεγονός ότι οι Ρώσοι έχουν κατακτήσει και προσαρτήσει το 20% του ουκρανικού εδάφους (το οποίο, εξάλλου, έχει εγκαταλειφθεί από περισσότερους από δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους του) ούτε ότι η αντεπίθεσή του απέτυχε εντελώς. Ούτε το γεγονός ότι, σε μια κατάσταση όπου η επιβίωση της χώρας του εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ξένη χρηματοδότηση που μπορεί να σταματήσει ανά πάσα στιγμή, ούτε ο ίδιος ούτε η Ουκρανία έχουν καμία πραγματική δυνατότητα μπροστά τους. Αυτός είναι ο λόγος που, ως ηθοποιός, ο Ζελένσκι προέρχεται από την κωμωδία. Σε αντίθεση με τον τραγικό ήρωα, ο οποίος πρέπει να υποκύψει στην πραγματικότητα των γεγονότων που δεν γνώριζε ή πίστευε ότι δεν ήταν αληθινά, ο κωμικός χαρακτήρας μάς κάνει να γελάμε γιατί δεν παύει ποτέ να επιδεικνύει την ανεδαφικότητα και το παράλογο των πράξεών του. Η Ουκρανία, που κάποτε ονομαζόταν Μικρή Ρωσία, δεν είναι, ωστόσο, μια κωμική σκηνή και η κωμωδία του Ζελένσκι τελικά θα μετατραπεί απλώς σε μια πικρή, πολύ πραγματική τραγωδία. 

Giorgio Agamben, Teatro e politica
19 .01. 2024
Quodlibet 

Giorgio Agamben: Η πολιτική συνείδηση σήμερα


Τι ορίζει την πολιτική συνείδηση σήμερα; Μία εύστροφη σύζευξη απάρνησης και ελπίδας. Όταν ο Θεός του τον διατάζει να θυσιάσει τον Ισαάκ στο όρος Μορία, ο Αβραάμ απαρνιέται ανεπιφύλακτα τον γιο του και όμως —όπως τουλάχιστον προτείνει ο Κίρκεγκωρ στο "Φόβος και Τρόμος"— κάπου στην καρδιά του συνεχίζει να πιστεύει (η πίστη, ως γνωστόν, δεν είναι παρά μια μορφή ελπίδας) ότι ο Θεός δεν θα του πάρει τον Ισαάκ, παρόλο που τον απαρνήθηκε διά παντός. Έτσι, στην ακραία κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, ένα διαυγές μυαλό δεν μπορεί παρά να αφήσει στην άκρη έργα, σχέδια ακόμα και την ιδέα μιας πιθανής ευτυχισμένης πολιτικής κοινότητας μεταξύ των ανθρώπων, και ωστόσο, τη στιγμή ακριβώς που την έχει απαρνηθεί, πρέπει ακράδαντα να ελπίζει σε αυτό που χρειάστηκε να ξεγράψει.
Απάρνηση και ελπίδα, ιδέα και απογοήτευση, ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα γίνονται ένα και το αυτό πρόσωπο, αντιφάσκουν και επαληθεύουν ο ένας τον άλλον. Μόνο μια ελπίδα, η οποία, απαλλαγμένη από τις απατηλές βεβαιότητες των δογμάτων και των ιδεολογιών, των εκκλησιών και των κομμάτων, στρέφεται με όλη της τη δύναμη προς αυτό που μόλις κήρυξε αδύνατο, θα μπορέσει να σπάσει την πολιορκία των γεγονότων και, χτυπώντας την κυριαρχία στα πιο αδύνατα σημεία της, να καταλήξει στην επανάκτηση του απροσδόκητου. Και όπως μέσα στην πόλη και στη δημόσια σφαίρα, έτσι και μέσα στο σύθαμπο της ιδιωτικής ύπαρξης, είναι δυνατό να πιστεύουμε και να ελπίζουμε μόνο σε αυτή την ευτυχία που μπορέσαμε να απαρνηθούμε.


Giorgio Agamben, La coscienza politica, oggi,
10.10.2023

Quodlibet

Monday, 22 October 2018

Μεταμορφώνουμε το Πάρκο Ναυαρίνου


Στην καρδιά των Εξαρχείων, το Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου αναπνέει, παίζει, δημιουργεί και ονειρεύεται. Αντί της μονοπωλιακής ιδιοκτησίας του χώρου, το Πάρκο προτάσσει το δικαίωμα στα κοινά και εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη: την ύπαρξη ανοικτών δημόσιων χώρων συνάντησης και αναψυχής.
Σε ένα εγκαταλελειμμένο πάρκινγκ φυτέψαμε δέντρα, κάναμε κήπο, διαμορφώσαμε χώρο πολιτιστικών-πολιτικών εκδηλώσεων και φτιάξαμε μια παιδική χαρά. Αν και μικρή, αυτή είναι πλέον η μοναδική παιδική χαρά στα Εξάρχεια. Μετά από μια δεκαετία υπέρμετρης αλληλέγγυας προσπάθειας, και ενάντια στην εξαθλίωση και την παρακμή, το Πάρκο παίρνει νέα μορφή.



Οι ίδιοι οι γονείς της γειτονιάς οργανώνονται και δραστηριοποιούνται, επιμελούνται το χώρο, κατασκευάζουν παιχνίδια και συντονίζουν παιδικές εκδηλώσεις. Στην ιστορία του Πάρκου ως ανοικτός χώρος συνάντησης και συνδημιουργίας, η παιδική χαρά γίνεται υπόδειγμα κοινωνικής αυτοοργάνωσης.

Ο εντυπωσιακός αυτός δυναμισμός και ο θετικός αντίκτυπος στα Εξάρχεια, μας εμπνέει να μετατρέψουμε το Πάρκο σε μια Μεγάλη Παιδική Χαρά. 



Η χρήση του Πάρκου δεν θα αποκλείει κανένα. Θα παραμένει ανοιχτό σε γονείς, παππούδες και παιδιά από νήπια μέχρι εφήβους, ενώ παράλληλα θα διευρύνουμε τις πολλαπλές λειτουργίες του χώρου προς κοινή χρήση της γειτονιάς και πάρα πέρα. Για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου.

Αν κάτι μας ενθαρρύνει να πάμε μπροστά, είναι η απήχηση που έχει το εγχείρημά μας όχι στη θεωρία αλλά στην πράξη: στην έμπρακτη διαμόρφωση συμπεριφορών, συνειδήσεων, πρακτικών και καθημερινοτήτων. Είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε τις νέες προοπτικές που μας ανοίγονται. Αν δεν αγωνιστούμε να δημιουργήσουμε οι ίδιοι τις ουτοπίες που ονειρευόμαστε, δεν θα υπάρξουν ποτέ. Σας καλούμε να μας στηρίξετε σε αυτή μας την προσπάθεια.






Υποστηρίξτε / διαδώστε την καμπάνια crowdfunding του Πάρκου Ναυαρίνου εδώ

Sunday, 10 June 2018

ΔΗΛΩΣΗ ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΣΥΝΗΣ, ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ, ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ



«Ο Θεός να μας φυλάξει να μην περάσουν ποτέ είκοσι χρόνια  χωρίς μια τέτοια εξέγερση» 
Τζέφερσον
(χαιρετίζοντας με ενθουσιασμό την εξέγερση του Σέι στη Μασαχουσέτη, που έγινε λίγα χρόνια μετά την νίκη της αμερικάνικης επανάστασης)


Η άδεια είναι, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, δικαίωμα του Δημήτρη Κουφοντίνα. Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου προχώρησε στη δίωξη των δύο εισαγγελέων οι οποίοι ενεργώντας σύμφωνα με το νόμο έδωσαν τις δύο προηγούμενες άδειες: ουσιαστικά επαναφέρει ως προϋπόθεση της άδειας τη «μεταμέλεια», τη δήλωση νομιμοφροσύνης. Αυτή η απαίτηση του Αρείου Πάγου στρέφεται εναντίον της δημοκρατίας. Δεν έχει να κάνει απλά με τα συγκεκριμένα αδικήματα για τα  οποία ο Κουφοντίνας καταδικάστηκε και έτσι κι αλλιώς εκτίει την ποινή του. Στην πραγματικότητα αυτό που αμφισβητεί είναι το δικαίωμα στην εξέγερση και στην επανάσταση, δικαίωμα που ο Τζέφερσον το συμπεριελάμβανε στα «έμφυτα και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου», η αρχαία κινέζικη σκέψη το είχε περί πολλού («δεν μένει απαράλλακτη η εντολή του Ουρανού») αλλά και το οποίο δεν αγνοεί ο σύγχρονος συνταγματικός νομοθέτης («η τήρηση του συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων»). Η επανάσταση είναι ο τρόπος με τον οποίο αναγεννιέται το πολιτικό σώμα, το μυστικό της μακροβιότητάς του. Ο εξαναγκασμός από την κρατική εξουσία σε «δημόσιες ομολογίες», σε «δημόσιες μετάνοιες» ή «δημόσιες αυτοκριτικές» έρχεται να εξευτελίσει και να ακυρώσει το δικαίωμα στην επανάσταση. Αυτό το δικαίωμα υπερασπίζεται με την απεργία πείνας ο Δ. Κουφοντίνας, αυτό το δικαίωμα που αρνούνται οι σημερινές παρακμασμένες κοινοβουλευτικές ολιγαρχίες. Και έχουμε ένα μέτρο για την παρακμή τους, εάν σκεφτούμε ότι ο Τζέφερσον, ο πατέρας - ιδρυτής μιας δημοκρατίας, θεωρούσε σαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη νεοθεμελιωμένη αμερικανική δημοκρατία την απουσία επαναστάσεων στο μέλλον.

Ο επαναστάτης δεν είναι ένας απλός παραβάτης του νόμου, είναι προπάντων ο φορέας ενός καινούργιου νόμου. Η κοινωνία – και πολλές φορές αλλά όχι πάντα η δικαιοσύνη – τον κρίνει λοιπόν από διπλή σκοπιά. Η κοινωνία είναι ανελέητη με τον επαναστάτη, και έτσι πρέπει να είναι, όταν διαπιστώνει ασυνέπεια ή παραβίαση του ίδιου του δικού του νόμου. Και εδώ ακριβώς στοχεύει ο εξαναγκασμός σε δήλωση μετανοίας: να ξευτελίσει τον επαναστάτη μπροστά στα μάτια όλης της κοινωνίας. Ο απεργός πείνας Δ. Κουφοντίνας σηκώνει στην πλάτη του το βάρος δεκάδων χιλιάδων Μακρονησιωτών.

Η δύναμη να αναγνωρίζεις το λάθος σου, η δύναμη να ζητάς συγνώμη ή να συγχωρείς είναι από τα ευγενέστερα γνωρίσματα της ανθρώπινης ιδιότητας. Δείχνει το μεγαλείο του ο Χο Τσι Μινχ, όταν καλεί το λαό του σε συγκέντρωση στην πρωτεύουσα και συντετριμμένος ζητάει συγνώμη για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι άνθρωποί του κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης. Και σε μια πολύ παρακάτω κλίμακα, ο Δ. Κουφοντίνας δεν είναι καθόλου από την πάστα των ανθρώπων που θεωρούν πως όλα όσα έκαναν ή όλα όσα έγιναν είναι καλώς καμωμένα. Ίσως το χειρότερο με τον εξαναγκασμό σε δήλωση μετανοίας (στη Μόσχα, στην Ελλάδα του Εμφυλίου ή την Ιταλία των μολυβένιων χρόνων) είναι ότι εξαλείφει το καλύτερο, τη στιγμή της συμφιλίωσης (τη στιγμή που στη γλώσσα των φιλοσόφων, το πνεύμα επιστρέφει στον εαυτό του) και την αντικαθιστά με τη συντριβή, την εκμηδένιση της προσωπικότητας του αντιπάλου. Η δήλωση μετανοίας είναι η διαστροφή της συγγνώμης και της συγχώρεσης που αποκαθιστούν μια ισότιμη ανθρώπινη σχέση.


Γιώργος Λιερός 

7/6/2018  

Saturday, 9 September 2017

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

«ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ»






Ξέρουμε ίσως ακόμη κάτι, αυτό που κυρίως σήμερα αποσιωπάται. Ότι ο κομμουνισμός πριν καταρρεύσει είχε ήδη ηττηθεί. Είχε ηττηθεί όταν η επανάσταση έγινε αντεπανάσταση [...] ηττήθηκε όταν οι επαναστάτες κατά χιλιάδες γνώρισαν τα εκτελεστικά αποσπάσματα και τα γκουλάγκ, ηττήθηκε ο κομμουνισμός όταν οι σιμπιλητές της θεωρίας του τον μετέτρεπαν σε ενδοκόσμιο χιλιασμό που τροφοδοτούσε κοινωνικές δεισιδαιμονίες και αναχρονισμούς [...] ηττήθηκε εκεί που αντί για έκσταση και πάθος περίσσεψε η νεύρωση και ο μοντερνισμός. 

(Άγγ. Ελεφάντης, «Αριστεροί χωρίς Αριστερά», Ο Πολίτης, 115, Οκτ. 1991)




Μαθαίνω, κακορίζικε, τα μαντάτα σου, που δεν έχεις τώρα στον ήλιο μοίρα γιατί ποτέ δεν είχες μυαλό. Γιατί το μυαλό που σου’ δωσε ο Θεός το ’βαλες στη δούλεψη του Διαόλου. Κι ο Διάολος τώρα σ’ ανταμοίβει. Δεν σου ’μεινε τόπος να σταθείς και να πατήσεις κι ας είχες κάποτε τον κόσμο όλο δικό σου – ή μήπως ήτανε μονάχα στο κεφάλι σου;

Από την  ίδια κοιλιά βγήκαμε, όμως εσύ γι’ αλλού τραβούσες. Πάντα τρωγόμαστε. Άσπρο εγώ, μαύρο εσύ. Νίκησε τ’ άσπρο. Δεν το ’ξερες πως το καλό πάντα νικάει;  Το ’ξερες βέβαια μα το ’λεγες ανάποδα γιατί όλα τ’ αναποδογυρίζεις: «Καλό είναι αυτό που νικάει» κορόιδευες. Τον εαυτό σου κορόιδευες. Νίκησε τ’ άσπρο. Μονάχος απόμεινες, ή σχεδόν μονάχος. Μίζερος και γκρινιάρης, ίδιες κι οι παρέες σου· τρεις κι ο κούκκος. Ανάποδος πάντα. Όταν ήμουν κομμουνιστής μ’ έλεγες φασίστα. Ήρθε η ώρα και μπήκα στο ΠΑΣΟΚ. Γιατί σ’ αυτό έλαχε ο κλήρος ν’ αλλάξει τη μοίρα αυτού του τόπου. Κι αν δεν κληρονομήσαμε τη βασιλεία των ουρανών ιδρύσαμε τη βάση της νεώτερης λαϊκής μας κουλτούρας: Γήπεδα απογειώσεως των στεναγμών, παλλαϊκές συναυλίες ολικής αλέσεως, φουτουρισμός συν εξηλεκτρισμός, τά λέηζερ εκτόπισαν τα τανκς, η εξουσία κατάκτησε τη φαντασία και τ’ αερόστατα ανέβαινα, αδερφέ μου, κι εγώ μαζί τους, στα ψηλά, τραγουδώντας τον ύμνο της γενιάς μας: «θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή».

Όμως εσένα πάλι τίποτα δεν σ’ άρεσε. Ούτε τα φύκια ούτε οι μεταξωτές κορδέλες ούτε οι κάθετες (κερδοφόρες έστω) καταγγελίες μου. Μ’ έλεγες μεταμφιεσμένο γιάπη ώσπου αναγκάστηκα να κόψω γέννια και μαλλιά να δω κι εγώ ποιος ήμουν από κάτω. Είχα παραχοντρήνει, πράγματι, για ραψωδός – ένας χοντρός γαλάζιος ποντικός και το τυρί μου είχε τελειώσει. Χώθηκα μέσα στην κεφαλογραβιέρα της νέας Δεξιάς. Εσύ γκρίνιαζες, εγώ απλώς ωρίμαζα. Ωρίμαζα κι ανέβαινα. Το αερόστατό μου μ’ έφερε και μ’ απόθεσε αγαπητικά στη σωστή μεριά. Τα ξαναβρήκα με τον πατέρα, μου ’γραψε κι εκείνο το οικόπεδο στο χωριό. Μόνο μ' εσένα δεν μπορώ να τα βρω. Πάντα μου γυρίζεις τις πλάτες. Και γιατί; Επειδή επέζησα; Επειδή όχι μόνο επέζησα αλλά ανήλθα κιόλας; Και δεν έμαθες ακόμα ότι «επιζώ» σημαίνει «ανέρχομαι», με όλα όσα θεμιτά και αθέμιτα υποννοεί το ρήμα; Ξέρω  πως μου απαντάς: «Μα δεν άλλαξες· πάντα τέτοιος ήσουνα». Έστω. Δεν άλλαξα. Αλλά να μην αλλάξω τουλάχιστον ούτε ρούχα; Να κάτσω να βουλιάξω με το καράβι μου; Μα ποιος ήμουν εγώ στο κάτω κάτω; ο καπετάνιος; Ένας ραψωδός ήμουνα που τώρα χόντρηνε κι αλλάζει ρούχα. Τι άλλο να ’κανα; Δεν βλέπεις, έρμε, τι γίνεται γύρω σου; Χαμός! Τα σύμβολα και τα σημεία θα κοιτάξουμε τώρα ή το φτωχό τομάρι μας; Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, τα σύμβολα αλλάζουν.

Και πώς αλλάζουν! Οι ίδιοι άνθρωποι από κυπαρίσια γίνονται αναρριχητικά. Κι όταν γκρεμίζονται τα στηρίγματα σέρνονται πάνω στα μεγάλα πτώματα παρατείνοντας την ελπίδα ώς τον εξευτελισμό της. Τα σφυροδρέπανα βουλιάξανε στο αίμα και στη λάσπη. Τι σε κόφτουν εσένα Γιέλτσιν και περεστρόικες – πράσινα και γαλάζια άλογα; Εσύ ποτέ δεν ήσουν κομμουνιστής – αφού εγώ ήμουν ο κομμουνιστής. Εντάξει. Δίκιο είχες τότε. Αν αυτό σε ικανοποιεί στο λέω σήμερα. Γιατί όμως θέλεις να έχεις και σήμερα δίκιο; Σου χαρίζω το παρελθόν, άσε μου το παρόν. Γιατί θες να ’χεις πάντα δίκιο; Ποιος είσαι; Ήμουν αριστερός, έγινα ΠΑΣΟΚ, είμαι δεξιός – δεν σε βρήκα πουθενά. Μονάχα βρίζεις το παρελθόν μου, το παρόν μου και το μέλλον μου. Εσύ ποιος είσαι; Δεν είσαι μήπως ο αδελφός μου;


Σε ξέρω καλύτερα απ’ όσο με ξέρεις. Εγώ είμαι παίκτης – χάνω ή κερδίζω. Αυτό που έχει σημασία είναι το παιχνίδι. Κερδίζω ή χάνω, κερδίζω· γιατί μου μένει πάντα η προσμονή της επόμενης παρτίδας. Εσύ έχεις χάσει απ’ την αρχή. Γιατί είσαι πιστός – και ο Θεός σου δεν υπάρχει. Κοίταξε γύρω σου επιτέλους. Πού είναι λοιπόν ο «λαός σου»; Εγώ είμαι ο «λαός» σου.
σημειώσεις, 38, Φεβρουάριος 1992

Wednesday, 9 August 2017

Μακαρισμός στον Σουλτάνο (επί τη διασώσει του)





-->

Μπορώ να έχω κάνει και τα δύο: και να έχω αυτό που έχω κάνει, και να μην το έχω κάνει. Αν δεν το έχω κάνει, τότε αυτό που έχω κάνει δεν είναι καμωμένο. Εφ' όσον αυτό που έχω κάνει δεν είναι καμωμένο, έχω κάνει το μη-καμωμένο. Πώς κάνω το μη-καμωμένο, και τι είδους πράξη είναι η πράξη μου, η πράξη του μη-καμωμένου; Δεν είναι μη-πράξη. Είναι πράξη που παράγει μη-καμωμένο. Δεν είναι πράξη που αρνήθηκα να κάνω, δεν είναι πράξη αρνητική. Είναι πράξη θετική, που παρήγαγε κάτι που συνέβη αλλά δεν έγινε.

Γιατί δεν έγινε, αφού συνέβη;  Διότι αρνούμαι να έχει γίνει. Αρνούμαι να της σταθμίσω ένα προηγούμενο σημείο το οποίο, στη συνέχεια, θα είναι αφετηρία μιας άλλης πράξης. Tης αρνούμαι τη γνώση της, ενώ έχω συνείδηση της πράξης του μη-καμωμένου. Είμαι ένα υποκείμενο που αποβάλλει από τον εαυτό του την επιθυμία μιας πράξης που δεν θέλησε  να κάνει. Τι με ώθησε να κάνω εκείνο το οποίο, κάνοντάς το, ήταν σαν να μην το έκανα; Μόνο η δυνατότητα ότι μπορούσα να το κάνω.

Η δυνατότητα να μπορώ να το κάνω γέννησε την πράξη που το έκανα. Έκανα λοιπόν μια δυνητική πράξη. Από πού όμως πηγάζει η δυνητικότητα της πράξης μου; Πηγάζει από το γεγονός ότι είχα συναίσθηση της δυνητικότητάς της, αφού ήταν πράξη και όχι πάθος. Η παρουσία της δυνητικότητας είναι σχεδόν ισοδύναμη με την επιτέλεση της πράξης. Είναι το "γιατί όχι" που παρουσιάζεται συχνά στη ζωή μας. Είναι ένα μεγάλο μέρος της επιλογής. Συνήθως είναι σκεπασμένο από τον μανδύα της ρουτίνας.

Η πράξη που παράγει το μη-καμωμένο είναι στον αντίποδα της πράξης της ρουτίνας, η οποία αυτή έχει σχήμα, μεμονωμένη σημασία, ρυθμό. Η πράξη του μη-καμωμένου, όταν επιτελείται, αφήνει το άγνωστο, το οποίο αυτό στερείται σχήματος, σημασίας και ρυθμού, να εισχωρήσει μέσα στην αλυσίδα των πράξεων που γίνονται για το καμωμένο, και να δημιουργήσει ένα τίποτα. Το τίποτα αυτό απαιτεί αμέσως πολύ μεγαλύτερη ισχύ από όλα τα κάτι· τα κάτι, όσο σπουδαία και να είναι, ωχριούν μπροστά σε τούτο το στιβαρό εν τη μηδαμηνότητί του τίποτα, αυτό το κάθετο εν τη ανυπαρξία του τίποτα, αυτό το ρηξικέλευθο εν τη απραξία του τίποτα. Μετά από αυτό όλα μπορούν να υπάρχουν εν τομή, τομή του καμωμένου και του μη-καμωμένου. Η πράξη της άρνησης του καμωμένου μπορεί να γενικευθεί και όλα να θεωρηθούν με τη σειρά τους τίποτα, χωρίς αυτό να είναι ψέμα ή φρεναπάτη. Η έκταση του τίποτα μεγαλώνει και κατοικείται από μη-πράγματα. Η δυνητικότητα των πραγμάτων να είναι μη-πράγματα εγκαθίσταται στη συνείδησή μου. Διαβάζω τα πράγματα ως μη-πράγματα, και αν στραφώ προς τη συνείδησή μου, την διαβάζω και αυτήν ως μη-συνείδηση.

Συνεχίζω  να είμαι ένα υποκείμενο, με μη-συνείδηση; Συνεχίζω. Είμαι ένα υποκείμενο που βρίσκεται ανάμεσα σε μη-πράγματα· τα μη-πράγματα δεν εμπίπτουν στη συνείδηση –η μη-συνείδηση είναι εκεί για τα μη-πράγματα. Αντικείμενο όμως υπάρχει για το υποκείμενό μου: είναι ο εαυτός μου. Ακόμα και η δυνητικότητα του εαυτού μου δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει την ίδρυση του εαυτού μου κάθε στιγμή. Τι απέμεινε; Το τίποτα και ο εαυτός μου. Ο εαυτός μου και το τίποτα ενυπάρχουν, το τίποτα αγκαλιάζει τον εαυτό μου και ο εαυτός μου το τίποτα, και ανάλογα με το ποιος σκεπάζει ποιον, το υποκείμενό μου ζει ή δεν ζει. Όμως, σκεπασμένος ο εαυτός μου από το τίποτα, δεν μπορεί παρά να στραφεί προς εαυτόν και μη μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο, γιατί δεν έχει υποκείμενο –είναι η στιγμή που είναι ανυποκείμενος–, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τον θεωρήσει μη-εαυτόν, δημιουργώντας έτσι τον μη-εαυτόν του τίποτα, το οποίο ως υποκείμενο αδυνατεί να είναι τίποτα.

Γίνεται λοιπόν υποκείμενο του τίποτα, και ο μη-εαυτός δικαιωματικά αναγορεύεται εαυτός αυτού του υποκειμένου. Ο μη-εαυτός που γίνεται εαυτός, γίνεται αντικείμενο αυτού του υποκειμένου. Λέει το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι. Όντας το αντικείμενο και λέγοντας το υποκείμενο, η δυνητικότητα της πράξης του λέγειν γεννά το μη-τίποτα. Αλλά γεννώντας, το γεννά ως κάτι. Και τότε αυτό το κάτι προκαλεί συνείδηση, η συνείδηση τοποθετεί τον εαυτό μέσα στο υποκείμενο, και γίνεται πανηγυρικά ο εαυτός του.

Αυτός είναι ο κύκλος της αποτυχίας  και τελειώνει με ένα μακαρισμό: Μακάριοι οι αποτυχόντες ότι ου γελασθήσονται.


[επιστολή της Κλ. Μ. επ' ευκαιρία της διάσωσής μου]