Thursday 12 June 2014

Ο Giorgio Agamben για την αρχαιολογία μιας αποτυχίας



Σήμερα, τα πολιτικά κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικά» και οι συνασπισμοί της λεγόμενης «Αριστεράς» έχουν κερδίσει αρκετούς μεγάλους δήμους, όπου έγιναν αυτοδιοικητικές εκλογές. Προκαλεί έκπληξη η σπουδή και η μονομανία των νικητών να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως establishment, να καθησυχάσουν με κάθε κόστος τους ισχυρούς του παλαιού οικονομικού, πολιτικού και θρησκευτικού κατεστημένου. Όταν ο Ναπολέων νίκησε τους Μαμελούκους στην Αίγυπτο, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καλέσει τους προύχοντες, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του παλαιού καθεστώτος, για να τους πληροφορήσει ότι, υπό τον νέο κυρίαρχο, οι προνομίες και οι αρμοδιότητές τους θα παρέμεναν άθικτες. Μια και δεν έχουμε να κάνουμε με στρατιωτική κατάκτηση μιας ξένης χώρας, ο ζήλος με τον οποίο ο αρχηγός ενός κόμματος –το οποίο έως πρότινος ονομαζόταν Κομμουνιστικό– βάλθηκε να καθησυχάσει τραπεζίτες και καπιταλιστές, επισημαίνοντας ότι η λιρέτα και το χρηματιστήριο άντεξαν τη δοκιμασία, είναι, τουλάχιστον, άκαιρος. Ένα είναι βέβαιο: αυτοί οι πολιτικοί θα καταλήξουν να ηττηθούν από την ίδια τη βούλησή τους να νικήσουν με κάθε κόστος. Η επιθυμία να γίνουν establishment θα τους καταστρέψει, όπως ακριβώς κατέστρεψε και τους προκατόχους τους.


Είναι σημαντικό να είναι κανείς σε θέση να διακρίνει μεταξύ ήττας και ατίμωσης. Η νίκη της Δεξιάς στις βουλευτικές εκλογές του 1994 υπήρξε ήττα για την Αριστερά, ήττα όμως που θα μπορούσε να μην ήταν κατ’ ανάγκη ατιμωτική. Εάν, όπως είναι σίγουρα η περίπτωση, η ήττα αυτή υπήρξε ατιμωτική, αυτό συνέβη επειδή σηματοδότησε την κατάληξη μιας διαδικασίας συνεχών υποχωρήσεων που είχε ήδη αρχίσει πριν από πολλά χρόνια.

Η ήττα ήταν ατιμωτική, όχι γιατί επήλθε μετά από μια μάχη δοσμένη από αντίθετες θέσεις, αλλά απλώς επειδή ακολουθήθηκε ηθελημένα η ταυτόσημη ιδεολογία του θεάματος, της αγοράς και των επιχειρήσεων. Ένας καπιταλισμός με καπέλο μελόν και πούρο, ένας καπιταλισμός με ένοχη συνείδηση, ηττήθηκε από έναν καπιταλισμό πιο απελευθερωμένο, χωρίς συμπλέγματα (πράγμα προβλέψιμο). Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το γεγονός αυτό ως μοιραία συνέπεια μιας προδοσίας που είχε ήδη ξεκινήσει στα χρόνια του σταλινισμού. Μπορεί, όντως, να είναι έτσι. Ωστόσο, αυτό που μας απασχολεί εδώ δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας εξέλιξης που ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πράγματι, έκτοτε μόνο ο ολικός εκφυλισμός του σκέπτεσθαι προσέλαβε την υποκριτική μορφή και τη φωνή του ορθού λόγου και της κοινής λογικής, που σήμερα εμφανίζεται με το όνομα του «προοδευτισμού».

Στο βιβλίο του L’Archéologie d’un échec [Η αρχαιολογία μιας αποτυχίας), ο Jean-Claude Milner έχει σαφώς ταυτοποιήσει και ορίσει ως «προοδευτισμό» την αρχή στο όνομα της οποίας έλαβε χώρα η διαδικασία του συμβιβασμού. Η επανάσταση έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο συμβιβασμού με το κεφάλαιο και την εξουσία, όπως ακριβώς η εκκλησία έπρεπε να τα βρει με τον νεωτερικό κόσμο. Έτσι, η συνταγή που πρυτάνευσε στη στρατηγική του προοδευτισμού, κατά τη διάρκεια της πορείας του προς την εξουσία, πήρε σιγά-σιγά την εξής μορφή: οφείλει να υποχωρεί κανείς στα πάντα, πρέπει να συμφιλιώνει το κάθε τι με το αντίθετό του, τη νοημοσύνη με την τηλεόραση και τη διαφήμιση, την εργατική τάξη με το κεφάλαιο, την ελευθερία του λόγου με το Κράτος-θέαμα, το περιβάλλον με τη βιομηχανική ανάπτυξη, την επιστήμη με την κοινή γνώμη, τη δημοκρατία με τον εκλογικό μηχανισμό, την ένοχη συνείδηση ​​και την αποστασία με τη μνήμη και την αφοσίωση.

Σήμερα βλέπουμε πού μας έχει οδηγήσει μια τέτοια ολέθρια στρατηγική. Η Αριστερά έχει συνεργαστεί ενεργά, σε όλους τους τομείς, στη δημιουργία συναινετικών εργαλείων και προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στη Δεξιά, από τη στιγμή που θα καταλάβει την εξουσία, να εφαρμόσει απλώς και να εξελίξει προκειμένου να πετύχει τους  δικούς της σκοπούς, χωρίς καμία δυσκολία. Έτσι, ενώ τα ιταλικά συνδικάτα υπέγραφαν τις συμφωνίες του Ιουλίου, σηματοδοτώντας την πλήρη αποστράτευση της εργατικής τάξης από τον αγώνα για συλλογικές συμβάσεις, περνούσε νόμος με τις ψήφους της Αριστεράς ο οποίος, με το πρόσχημα της προάσπισης της αυτονομίας των πανεπιστημίων, παρέδιδε το Πανεπιστήμιο στη λογική των επιχειρήσεων.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία αφόπλισε πνευματικά και φυσικά την εργατική τάξη, πριν παραδοθεί στον Ναζισμό. Και ενώ οι πολίτες, άνθρωποι καλής θέλησης, καλούνται σε επαγρύπνηση εν όψει κάποιων κατά φαντασία μετωπικών συγκρούσεων, η Δεξιά  έχει ήδη περάσει μέσα από το ρήγμα που η ίδια η Αριστερά έχει ανοίξει στις γραμμές της.


Giorgio Agamben [1996], "Σ’ αυτή την εξορία. Ιταλικό ημερολόγιο 1992-1994" [απόσπασμα], στο Μέσα χωρίς σκοπό. Σημειώσεις πάνω στην πολιτική [Mezzi senza fine, Bollati Boringhicri editore].